ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ ΟΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΝΑ...
Ἦταν μιὰ φαινομενικὰ συνηθισμένη μέρα ὅταν ἀποφάσισα νὰ παραιτηθῶ…
Τελείως ξαφνικὰ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὴν δουλειά μου, ἀπὸ τὴν σχέση μου καὶ τελικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητά μου. Ἁπλὰ ἤθελα νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὴ ζωή μου.
Τελείως ξαφνικὰ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὴν δουλειά μου, ἀπὸ τὴν σχέση μου καὶ τελικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητά μου. Ἁπλὰ ἤθελα νὰ παραιτηθῶ ἀπὸ τὴ ζωή μου.
Ἀλλὰ πρὶν ἀπὸ αὐτό, πῆγα στὸ δάσος γιὰ νὰ κάνω μιὰ τελευταία κουβέντα μὲ τὸν Θεό.
Ρώτησα: « Θεέ, μπορεῖς νὰ μοῦ πῆς ἕνα καλὸ λόγο γιατί νὰ μὴν παραιτηθῶ;»
Ἡ ἀπάντησή Του μὲ ἐξέπληξε στὰ ἀλήθεια.
«Κοίτα γύρω σου», εἶπε: «Βλέπεις τὴν φτέρη καὶ τὸ μπαμπού;»
«Κοίτα γύρω σου», εἶπε: «Βλέπεις τὴν φτέρη καὶ τὸ μπαμπού;»
Ἀπάντησα: «Ναί».
Εἶπε: «Ὅταν φύτεψα τὴν φτέρη καὶ τοὺς σπόρους μπαμπού, τὰ φρόντισα πολὺ καλά. Τοὺς ἔδωσα φῶς. Τοὺς ἔδωσα νερό. Ἡ φτέρη μεγάλωσε γρήγορα.
Εἶπε: «Ὅταν φύτεψα τὴν φτέρη καὶ τοὺς σπόρους μπαμπού, τὰ φρόντισα πολὺ καλά. Τοὺς ἔδωσα φῶς. Τοὺς ἔδωσα νερό. Ἡ φτέρη μεγάλωσε γρήγορα.
Τὸ καταπληκτικό της πράσινο κάλυψε τὸ ἔδαφος. Ἀλλὰ ἀκόμα δὲν εἶχε βγεῖ τίποτα ἀπὸ τὸν σπόρο τοῦ μπαμπού. Ὅμως δὲν παραιτήθηκα ἀπὸ τὴν φροντίδα του. Τὸν δεύτερο χρόνο ἡ φτέρη ἦταν ἄφθονη καὶ μέσα στὴ ζωντάνια.
Ὅμως τίποτα ἀκόμα δὲν γινόταν μὲ τὸ μπαμπού. Καὶ πάλι ὅμως δὲν παραιτήθηκα ἀπὸ τὴν φροντίδα του.
Εἶπε: «Τὸν τρίτο χρόνο δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα τίποτα ἀπὸ τὸ μπαμπού. Ἀλλὰ δὲν παραιτήθηκα. Τὸν τέταρτο χρόνο, τὰ ἴδια. Δὲν παραιτήθηκα».
«Τότε τὸν πέμπτο χρόνο ἕνα μικροσκοπικὸ βλαστάρι ξεφύτρωσε ἀπὸ τὴν γῆ. Σὲ σύγκριση μὲ τὴν φτέρη ἦταν φαινομενικὰ μικρὸ καὶ ἀσήμαντο. Ἀλλὰ 6 μῆνες ἀργότερα τὸ μπαμποὺ αὐξήθηκε σὲ ὕψος καὶ πέρασε τὰ 30 μέτρα.
Πέρασαν πέντε χρόνια γιὰ νὰ μεγαλώσουν οἱ ρίζες του. Αὐτὲς οἱ ρίζες τὸ ἔκαναν δυνατὸ καὶ τοῦ ἔδωσαν αὐτὸ ποὺ χρειαζόταν γιὰ νὰ ἐπιβιώση. Δὲν θὰ ἔδινα σὲ κανένα ἀπὸ τὰ δημιουργήματά μου μιὰ πρόκληση ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιμετωπίση».
Μετὰ ἀπὸ αὐτό, μὲ ρώτησε: «Ἤξερες παιδί μου ὅτι ὅλο αὐτὸ τὸν καιρὸ πάλευες; Ὅτι οὐσιαστικὰ μεγάλωναν οἱ ρίζες σου; Δὲν παραιτήθηκα μὲ τὸ μπαμπού. Δὲν θὰ τὰ παρατήσω ποτὲ μὲ ἐσένα».
«Μὴν συγκρίνεις τὸν ἑαυτό σου μὲ τοὺς ἄλλους», πρόσθεσε. «Τὸ μπαμποὺ εἶχε διαφορετικὸ σκοπὸ ἀπὸ τὴν φτέρη. Καὶ ὅμως, καὶ τὰ δύο ἔκαναν τὸ δάσος πανέμορφο». Καὶ μετά μου εἶπε: «Θὰ ἔρθει καὶ ἡ δικιά σου ὥρα».
«Θὰ ἀνέβης ψηλά».
Τὸν ρώτησα: «Πόσο ψηλὰ θὰ ἀνέβω;»
Τὸν ρώτησα: «Πόσο ψηλὰ θὰ ἀνέβω;»
«Πόσο ψηλὰ ἀνέβηκε τὸ μπαμπού;» ρώτησε Αὐτός.
Ἤμουν μπερδεμένη: «Ὅσο ψηλὰ μποροῦσε;»
«Ναί», εἶπε «Δεῖξε μου τὸ μεγαλεῖο σου, ἀνεβαίνοντας ὅσο πιὸ ψηλὰ μπορεῖς».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν συζήτηση ἄφησα τὸ δάσος καὶ ἔγραψα αὐτὴ τὴν ἐκπληκτικὴ ἱστορία. Ἐλπίζω εἰλικρινὰ ὅτι αὐτὲς οἱ λέξεις θὰ σᾶς βοηθήσουν νὰ δῆτε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ σᾶς ἐγκαταλείψη ποτέ.
Δὲν πρέπει ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτὲ νὰ παραιτηθῆτε.
Μὴν λέτε στὸν Θεὸ πόσο μεγάλο εἶναι τὸ πρόβλημα, ἀλλὰ πεῖτε στὸ... πρόβλημα πόσο μεγάλος εἶναι ὁ Θεός !
πηγή
πηγή