Γρήγορα οι Αθηναίοι μετανόησαν για το θάνατο του σοφού, και με πολλούς τρόπους τίμησαν τη μνήμη του.
***
Ένας από τους σοφότερους άνδρες της αρχαιότητας. Γεννήθηκε στην Αθήνα στα 470 π.Χ., και ήταν υιός του γλύπτη Σωφρονίσκου και της
μαίας Φαιναρέτης, από το δήμο Αλωπεκής. Στην αρχή δοκίμασε ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του, οι δε Τρεις Χάριτες, άγαλμα που σωζόταν επί Παυσανία, ήταν έργο δικό του. Γρήγορα όμως εγκατέλειψε τη γλυπτική, για ν’ αφοσιωθεί στη φιλοσοφία, στην οποία και αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, διδάσκοντας, όχι σε σχολείο, αλλά συζητώντας σε κάθε σημείο της πόλεως με ανθρώπους κάθε τάξεως και με κύριο στόχο τα ηθικά, θρησκευτικά, κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα.
Η διαλεκτική ικανότητά του, η λεπτότητά του και η πνευματική πρωτοτυπία του με τον τέλεια ηθικό χαρακτήρα του, προσέλκυαν τους νέους αριστοκράτες με τους οποίους ιδιαίτερα συνδεόταν. Αντίθετα προς του συγχρόνους του σοφιστές, ο Σωκράτης δεν ελάμβανε αμοιβή για τη διδασκαλία του. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ξεπλήρωσε το καθήκον του προς την πατρίδα, και αγωνίσθηκε με μεγίστη ανδρεία και καρτερία στην Ποτίδαια όπου, και έσωσε τη ζωή του Αλκιβιάδη (432), στο Δήλιο (424) και στην Αμφίπολη (422). Διετέλεσε επιστάτης των Πρυτάνεων και αντιτάχθηκε στην παράνομη ψηφοφορία με την οποία ο δήμος των Αθηναίων καταδίκασε σε θάνατο τους εννέα στρατηγούς, οι οποίοι, αφού νίκησαν στην ναυμαχία των Αργινουσών, αναγκάσθηκαν από την τρικυμία να αφήσουν άταφους τους πεσόντες. Το ίδιο δεν υπάκουσε και στους τριάκοντα τυράννους, που τον διέταξαν να πάει με τέσσερις άλλους να φέρει στην Αθήνα τον Σαλαμίνιο Λέοντα, για να τον θανατώσουν.
Επειδή ο Σωκράτης καταπολεμούσε τις ολέθριες θεωρίες των διαφόρων σοφιστών και κατέκρινε το καθεστώς του δημοκρατικού πολιτεύματος, ονομάζοντας βλακώδη την εκλογή των αρχόντων με κυάμους, δημιούργησε πολλούς εχθρούς, μερικοί από τους οποίους, ως ο Αριστοφάνης, τον συνέχεαν με τους σοφιστές, που τους θεωρούσαν αίτιους των ατυχιών της πόλεως. Έτσι ο σοφός κατηγορήθηκε για ασέβεια από τον πολιτικό Άνυτο, τον ποιητή Μέλητο και το ρήτορα Λύκωνα και, ακόμα, για διαφθορά των νέων. Εισηγητής της κατηγορίας ήταν ο Μέλητος και αυτός τη συνέταξε. Το κείμενο έλεγε: «Αδικεί Σωκράτης ους μεν η πόλις νομίζει θεούς ου νομίζων, έτερα δεν καινά δαιμόνια εισηγούμενος αδικεί δε και τους νέους διαφθείρων τίμημα θάνατος». Ο Σωκράτης μπορούσε ν’ αποφύγει την καταδίκη αν δεχόταν ν’ απολογηθεί ή αν εκλιπαρούσε το έλεος των δικαστών, όπως συνηθιζόταν τότε. Όχι μόνο ένα τέτοιο δεν έκανε ο Σωκράτης, αλλά και όταν ο σοφός κηρύχθηκε ένοχος, και συζητείτο, σύμφωνα με το Αττικό Δίκαιο, η επιβλητέα ποινή, ο Σωκράτης αγέρωχος και με θάρρος, δήλωσε ότι του ήταν αδύνατο να διακόψει το έργο της διαπαιδαγωγήσεως των νέων, έργο που μέχρι τώρα έκανε σύμφωνα με τη θέληση του θεού. Η υπερήφανη στάση του Σωκράτη ερέθισε τους δικαστές, και ογδόντα απ’ αυτούς, που πριν είχαν δώσει αθωωτική ψήφο, τώρα ψήφισαν και αυτοί υπέρ της θανατικής ποινής.
Επειδή η εκτέλεση της θανατικής ποινής καθυστέρησε, εξ αιτίας της θεωρίας τη Δήλο, ο Σωκράτης έμεινε τριάντα μέρες στη φυλακή, όπου τον επισκέπτονταν οι φίλοι του, όμως αρνήθηκε επίμονα τη σωτηρία του με απόδραση, που του είχαν προετοιμάσει οι φίλοι του, θεωρώντας αυτήν σαν άτιμη πράξη. Έτσι, ήπιε το κώνειο με αδιάσειστη ηρεμία και θεία έξαρση, φιλοσοφώντας ηρεμότατα ακόμα και κατά την ημέρα του θανάτου του. Γρήγορα οι Αθηναίοι μετανόησαν για το θάνατο του σοφού, και με πολλούς τρόπους τίμησαν τη μνήμη του. Λέγεται μάλιστα ότι, όταν παιζόταν στο θέατρο η τραγωδία του Ευριπίδη, που είχε υπόθεση τον άδικο θάνατο του Παλαμήδη, την ώρα που ο χορός τραγουδούσε, λέγοντας «εκάνετε, εκάνετε, τον πάνσοφον, ω Δαναοί, ταν ουδέν αλγύνουσαν αηδόνα μουσάν, των Ελλήνων τον άριστον», το πλήθος των θεατών ξέσπασε σε κλάματα.
Για το χαρακτήρα του Σωκράτη συμφωνούν όλες οι πηγές. Η εξωτερική του μορφή δεν είχε τίποτα από την ελληνική καλλονή και τον τύπο του φυσιογνωμικά εξελιγμένου Έλληνα. Ήταν άσχημος, με μάτια πεταγμένα έξω, μύτη κοντή και χονδρή με σηκωμένα ρουθούνια, παχιά χείλη, κεφάλι φαλακρό και κοιλιά εξογκωμένη., ψυχικά όμως και πνευματικά ήταν τύπος υπέροχος και διακρινόταν για τη λεπτότητά του, την εξυπνάδα του, την πρωτοτυπία του, το χρηστό ήθος, την εγκράτεια και την αυτάρκειά του για τη γαλήνη και τη φαιδρότητα της ψυχής του και, όπως λέγει ο Πλάτων, ήταν «ο άριστος, ο φρονιμότατος και δικαιότατος των Ελλήνων».
Ο Σωκράτης δεν έγραψε τίποτα και όσα γνωρίζουμε γι’ αυτόν προέρχονται από συγγράμματα του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα, και του Αριστοτέλη. Όμως, οι πηγές αυτές παρουσιάζουν διαφορετική κάπως την εικόνα της φιλοσοφίας του Σωκράτη. Ο Ξενοφών δέχεται το Σωκράτη σαν μεταρρυθμιστή της κοινωνίας, οι άλλοι δε, στηριζόμενοι στον Πλάτωνα, τον παριστάνουν κυρίως σαν ηθικοδιδάσκαλο, και άλλοι, τέλος, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, δέχονται τον Σωκράτη, όχι σαν ηθικοδιδάσκαλο αλλά σαν διαλεκτικό. Η φιλοσοφία του Σωκράτη, στην επιστημονική της μορφή, είναι διαλεκτική, η οποία στην εφαρμογή της πάνω σε συγκεκριμένα πράγματα γίνεται ηθική. Σαν τους σοφιστές, έτσι και ο Σωκράτης, έχει σαν βάση της φιλοσοφίας του όχι τη φύση, αλλά τον άνθρωπο, κατεβάζοντας με αυτό τον τρόπο, ως είπε ο Κικέρων, τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη.