Ὁ Μονόλογος τοῦ Θεοῦ!
Σὲ κοίταξα ὅταν ξύπνησες τὸ πρωί.
Περίμενα νὰ Μοῦ πῆς δύο-τρεῖς λέξεις, εὐχαριστῶντας Με γιὰ ὅσα σοῦ συνέβαιναν, ζητῶντας τὴν γνώμη μου γιὰ ὅ,τι πρόκειται νὰ κάνης σήμερα.
Παρατήρησα ὅτι ἤσουν πολὺ ἀπασχολημένος προσπαθῶντας νά
βρῆς τὰ κατάλληλα ροῦχα γιὰ νὰ πᾶς στὴ δουλειά σου.
Ἤλπιζα νὰ βρῆς κάποιες στιγμὲς νὰ Μοῦ πῆς μιὰ καλημέρα!
Ἀλλὰ ἤσουν πολὺ ἀπασχολημένος.
Γιὰ νὰ δῆς ὅτι εἶμαι κοντά σου, ἔφτιαξα γιὰ σένα τὸν πολύχρωμο οὐρανὸ καὶ τὸ κελάηδημα τῶν πουλιῶν.
Κρῖμα ὅμως ποὺ δὲν παρατήρησες οὔτε τότε τὴν Παρουσία Μου.
Σὲ ἀτένιζα ὅταν ἔφευγες βιαστικὸς πρὸς τὴ δουλειά σου καὶ πάλι περίμενα.
Ὑποθέτω ὅτι ἐξ αἰτίας τῆς ἀπασχολήσεώς σου, δὲν εἶχες χρόνο οὔτε τότε νὰ Μοῦ πῆς δύο λόγια.
Ὅταν γυρνοῦσες ἀπὸ τὴ δουλειὰ εἶδα τὴ κούραση καὶ τὸ στρές σου καὶ σοῦ ἔστειλα ἕνα ψιλόβροχο γιὰ νὰ σὲ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὴν πίεση τῆς ἡμέρας.
Νόμιζα ὅτι κάνοντας σου αὐτήν τήν χάρη θὰ Μὲ θυμηθῆς.
Ὡς ἀντάλλαγμα ὅμως στενοχωρημένος, μὲ ἔβρισες.
Ἐπιθυμοῦσα τόσο πολὺ νὰ Μοῦ μιλήσης.
Ὁπωσδήποτε ἡ ἡμέρα ἦταν ἀκόμα μεγάλη. Ἄνοιξες μετὰ τὴν τηλεόραση καὶ ὅταν παρακολουθοῦσες τὴν ἀγαπημένη σου ἐκπομπή, Ἐγὼ περίμενα.
Ἔπειτα δείπνησες μὲ τοὺς δικούς σου καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ δὲν Μὲ θυμήθηκες.
Βλέποντας σὲ τόσο κουρασμένο κατάλαβα τὴ σιωπή σου καὶ ἔσβησα τὴ λαμπρότητα τοῦ οὐρανοῦ γιὰ νὰ μπορῆς νὰ ξεκουραστῆς, ἀλλὰ δὲν σὲ ἄφησα σὲ σκοτάδι πίσσα.
Ἄφησα ξάγρυπνα γιὰ σένα πλῆθος ἀπὸ ἀστέρια.
Ἦταν τόσο ὄμορφα, κρῖμα ποὺ δὲν παρατήρησες... ἀλλά δὲν πειράζει!
Μήπως πράγματι συνειδητοποίησες ὅτι Ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ γιὰ σένα.
Ἔχω περισσότερη ὑπομονὴ ἀπὸ ὅτι ἐσὺ μπορεῖς ποτὲ νὰ φανταστῆς.
ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΜΑΣ ΠΑΤΩΝΤΑΣ LIKE "ΕΔΩ"