Η επιχείρηση των εθνικών δυνάμεων με την κωδική ονομασία ΠΥΡΣΟΣ διεξήχθη καθ’ όλο τον μήνα Αύγουστο σε τρεις διαδοχικές φάσεις με αποτέλεσμα την οριστική συντριβή των κομμουνιστών και το τέλος της αιματοβαμμένης σύγκρουσης η οποία τόσα δεινά είχε επιφέρει στην, ήδη καθημαγμένη από την κατοχή, χώρα.
Tον Αύγουστο του 1949 ο αυτοαποκαλούμενος Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) είχε περιέλθει σε δεινή θέση.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, μετά από απανωτές αποτυχίες είχε περιοριστεί στο
λεγόμενο «Κράτος του Γράμμου» και έπασχε πολύ σοβαρά στον τομέα του ανεφοδιασμού και των εφεδρειών.
λεγόμενο «Κράτος του Γράμμου» και έπασχε πολύ σοβαρά στον τομέα του ανεφοδιασμού και των εφεδρειών.
Σε πολιτικό επίπεδο η επιλογή του ΚΚΕ, κατόπιν πίεσης της Μόσχας, να λάβει θέση υπέρ της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη διαμάχη της πρώτης με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Τίτο αποδείχθηκε καταστροφική.
Η κατάσταση των δύο αντιπάλων
Στις 11 Ιουλίου 1949 το Βελιγράδι αποφάσισε το κλείσιμο των συνόρων του με τη χώρα μας.
Αυτό πρακτικά απέκοπτε τον ΔΣΕ από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και του στερούσε τα στρατόπεδα εκπαίδευσης που είχε ιδρύσει στο γιουγκοσλαβικό έδαφος.
Εκτός όμως του θέματος που προέκυψε με το «αδελφό» γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό κόμμα, την ίδια εποχή, δηλαδή το καλοκαίρι του 1949, ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε και άλλα σημαντικά προβλήματα.
Η επιμονή της κομμουνιστικής ηγεσίας να μετατρέψει τις ανταρτικές ομάδες σε τακτικό «λαϊκό» στρατό στέφθηκε από πλήρη αποτυχία.
Οι μεγάλες μονάδες που προέκυψαν δεν είχαν το πλεονέκτημα της ευελιξίας, της ευκαμψίας και της ταχείας κίνησης (χαρακτηριστικά των αντάρτικων σχηματισμών).
Επιπλέον η απόφαση για διατήρηση βάσεων (Βίτσι-Γράμμος) καθήλωσε τις μονάδες αυτές σε μια στατική άμυνα.
Ως αποτέλεσμα ο ΔΣΕ αναλώθηκε σε μάχες εκ παρατάξεως με δυσαναπλήρωτες φθορές προσωπικού και υλικού.
Το ζήτημα της αναπλήρωσης του προσωπικού ήταν ιδιαίτερα οξυμένο για τον ΔΣΕ.
Στο γεγονός αυτό είχαν συντελέσει αποφασιστικά τόσο η τακτική των «σαρωμάτων» που εφάρμοζε ο Εθνικός Στρατός, όσο και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους κατοίκους της.
Ο ΕΣ με την προαναφερθείσα τακτική των διαδοχικών «σαρωμάτων» είχε καταφέρει αρχίζοντας από την Πελοπόννησο και κατευθυνόμενος προς τη Στερεά Ελλάδα-Θεσσαλία και στη συνέχεια Μακεδονία να εξαφανίσει ουσιαστικά κάθε παρουσία του ΔΣΕ σε αυτές τις περιοχές, αφήνοντας μόνο ολιγομελείς ομάδες καταπονημένων ανταρτών οι οποίες εξουδετερώνονταν πλήρως από τις μονάδες της Εθνοφυλακής, των ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και της Χωροφυλακής.
Επίσης λόγω του πολέμου η ύπαιθρος είχε εγκαταλειφθεί από τον πληθυσμό, στερώντας με αυτό τον τρόπο τον ΔΣΕ από μια δυνητικά σημαντική πηγή στρατολόγησης. Επιπλέον εκατοντάδες αντάρτες λιποτακτούσαν η παραδίδονταν αυτοβούλως σε μονάδες του ΕΣ απογοητευμένοι από την εξέλιξη του πολέμου και προδομένοι από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις της ηγεσίας τους περί «οριστικής συντριβής του μοναρχοφασισμού».
Για να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή κατάσταση ο ΔΣΕ ενέτεινε την (ήδη ανακαινισθείσα από το 1946) βίαιη στρατολόγηση από περιοχές που ακόμα ο ίδιος έλεγχε, με τα όποια επακόλουθα μπορούσε να έχει μια τέτοια τακτική στο ηθικό και στο αξιόμαχο των τμημάτων, καθώς και η χρησιμοποίηση σε σημαντικό αριθμό γυναικών σε μάχιμα τμήματα για την κάλυψη των κενών.
Ήδη από τον Νοέμβριο του 1948 ο επικεφαλής του ΔΣΕ Μάρκος Βαφειάδης ομολογούσε «…Από τα μέσα του 1947 η στρατολόγηση του ΔΣΕ είχε πάρει σχεδόν ολότελα βίαιο χαρακτήρα.
Η εθελοντική κατάταξη δεν έφτανε ούτε το 10%.».
Μοναδικός σύμμαχος του ΔΣΕ εκείνες τις δύσκολες ώρες ήταν οι ομάδες των σλαβόφωνων ανταρτών.
Επρόκειτο για πρώην βουλγαρίζοντες και νυν αναβαπτισμένους «Μακεδόνες» αυτονομιστές.
Η προσπάθεια κατατρομοκράτησης των ελληνικών πληθυσμών της δυτικής Μακεδονίας θύμιζε στους βετεράνους του Μακεδονικού Αγώνα ανάλογες ενέργειες των κομιτατζήδων.
Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά η διάσταση μεταξύ των «άκαπνων» στελεχών του ΚΚΕ, τα οποία αυτοαναγορεύονταν σε «πολέμαρχοι» και επέμεναν να εμπλέκονται στην εκπόνηση των σχεδίων επιχειρήσεων, και των ολιγάριθμων εμπειροπόλεμων επαγγελματιών στρατιωτικών του ΔΣΕ λάμβανε δραματικές διαστάσεις.
Χαρακτηριστικό της μεγαλομανίας των στελεχών του ΚΚΕ ήταν η απονομή του βαθμού του στρατηγού σε τρείς αντιστράτηγους και 14 υποστράτηγους.
Στρατηγοί χωρίς στρατό!
Επιπλέον οι ανάγκες τακτικού εφοδιασμού του ΔΣΕ είχαν εξελιχθεί σε αληθινό βρόγχο.
Με «κλειστά» τα γιουγκοσλαβικά σύνορα, έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου στην ύπαιθρο χώρα της υπόλοιπης Ελλάδας, έλλειψη δυνατότητας ελεύθερης επικοινωνίας με τα μεγάλα αστικά κέντρα και δυσχερή (ως απόλυτα ανέφικτη σε ορισμένες περιπτώσεις και περιοχές) συλλογή εφοδίων και την περίθαλψη των τραυματιών του ο ΔΣΕ παρουσίαζε σημαντικά προβλήματα διοικητικής μέριμνας, τα οποία μερικές φορές ήταν καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων.
Από την άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν ευοίωνη.
Τον Ιανουάριο του 1949 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ανέλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, αποτελούμενης από μέλη από όλες τις μη αριστερές πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
Πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης ήταν η επιλογή του στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου για τη θέση του αρχιστρατήγου του ΕΣ, με ευρύτατες δικαιοδοσίες.
Ο Παπάγος είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για τη διεύθυνση και τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων, για τη σύνθεση και τη συγκρότηση των μονάδων, για τις τοποθετήσεις και τις προαγωγές των αξιωματικών, ενώ θα μπορούσε να ανακαλεί στην ενέργεια όποιον απόστρατο αξιωματικό επιθυμούσε.
Υπό τις διαταγές του τέθηκαν, εκτός από τον ΕΣ, το Βασιλικό Ναυτικό, η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και η Βασιλική Χωροφυλακή.
Παράλληλα αποφασίστηκε η διάλυση του Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης στο οποίο συμμετείχαν, με δικαίωμα ψήφου, αρχικά οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Αμερικανοί.
Έτσι φθάσαμε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό του ενός, ο οποίος σε στρατιωτικά θέματα δεν έδινε λογαριασμό ούτε στην κυβέρνηση, ούτε στους Αμερικανούς οι οποίοι περιορίστηκαν στον συμβουλευτικό τους ρόλο.
Ο Παπάγος επέβαλλε αυστηρότατη πειθαρχία στο στράτευμα και ιδιαίτερα στους διοικητές των μεγάλων σχηματισμών.
Παράλληλα εμφύσησε ένα νέο επιθετικό πνεύμα και εφάρμοσε ευρέως την αρχή της συγκέντρωσης των δυνάμεων.
Οι επιχειρήσεις που διεξάγονταν ήταν πλέον συγκεντρωτικές, με μάζα ελιγμού η οποία αποσκοπούσε και επιζητούσε είτε την αποφασιστική εμπλοκή με τον αντίπαλο, είτε την πλήρη εκκαθάριση κάθε περιοχής.
Επιπλέον ο ΕΣ είχε αρχίσει να παραλαμβάνει άφθονο σύγχρονο πολεμικό υλικό, καθώς και κάθε είδους εφόδια, και το ένοπλο προσωπικό είχε αρχίσει να εκπαιδεύεται εντατικά στη χρήση τους.
Ακόμα η ευρεία στρατολογία που είχε εφαρμοστεί πέτυχε κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της τελικής προσπάθειας οι ΕΔ, να έχουν περίπου 300.000 άνδρες υπό τα όπλα.
Πέρα όμως από τους αριθμούς οι στρατιώτες του ΕΣ διακρίνονταν για την ποιότητά τους.
Σήμερα η αριστερή ρητορεία έχει δημιουργήσει ένα τέτοιο πλέγμα μύθου γύρω από αυτό το θέμα ώστε να πιστεύει κανείς ότι οι άνδρες του ΕΣ στρατολογούντο σχεδόν βίαια, οδηγούντο στη μάχη υπό την απειλή των όπλων αγροίκων υπαξιωματικών και φανατισμένων αξιωματικών, λιποτακτούσαν με την πρώτη ευκαιρία και όταν βρίσκονταν απέναντι από τους «συντρόφους» αστοχούσαν επίτηδες.
Τώρα πως ένας τέτοιος στρατός νίκησε είναι απορίας άξιον!
Οι άνδρες του ΕΣ ήταν άριστα εκπαιδευμένοι, με υψηλότατο ηθικό και πλήρη επίγνωση της αποστολής τους.
Στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από αγροτικές περιοχές.
Αυτό αφενός μεν τους καθιστούσε σκληροτράχηλους, αφετέρου διψασμένους για εκδίκηση καθώς οι περιοχές των περισσοτέρων είχαν αποτελέσει στόχων επιδρομών αντάρτικών ομάδων.
Οι υπαξιωματικοί και οι αξιωματικοί διακρίνονταν τόσο για την άρτια εκπαίδευση όσο και για την πολύτιμη εμπειρία τους καθώς οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν βετεράνοι των πολεμικών επιχειρήσεων της περιόδου 1940-1948.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν τα μέγιστα στη νίκη των εθνικών δυνάμεων στα κακοτράχαλα βουνά του Γράμμου και του Βιτσίου.
Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΣ σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και σε άλλες περιοχές της χώρας, ήταν φανερό πως τα πράγματα όδευαν προς την τελική σύγκρουση.
Ο ΕΣ είχε καταφέρει να απαγκιστρώσει ισχυρές δυνάμεις από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και να τις στρέψει προς τον Γράμμο και το Βίτσι, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των ανταρτικών δυνάμεων.
Στην τελική σύγκρουση ο ΕΣ μπορούσε να υπολογίζει σε οκτώ μεραρχίες (Ι, ΙΙ, VIII, IX, X, XI, XV, III Καταδρομών), 14 ελαφρά συντάγματα πεζικού, 150 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, 200 άρματα μάχης και ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα και περισσότερα από 100 μαχητικά και ελαφρά βομβαρδιστικά αεροσκάφη.
Σύνολο δύναμης 150.000 άνδρες.
Απέναντι σε αυτή τη μεγάλη δύναμη του αντιπάλου ο ΔΣΕ είχε να αντιπαρατάξει 9.000 περίπου μαχητές στο Βίτσι και 6.500 περίπου μαχητές στον Γράμμο.
Επίσης διέθετε 45 ορειβατικά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά και άγνωστο αριθμό αντιαρματικών.
Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Οι ορεινοί όγκοι του Γράμμου και του Βιτσίου σχηματίζουν ένα νοητό τετράπλευρο το οποίο έχει ως βάση τα αλβανικά σύνορα, ενώ προς τα ανατολικά «συνορεύει» με τα όρη Χάσια, προς τα νότια με τον ποταμό Αλιάκμονα και προς τα δυτικά με το όρος Σμόλικας.
Το μήκος της κάθε πλευράς του νοητού τετραγώνου είναι-σε ευθεία γραμμή-περίπου 120 χιλιόμετρα, με εξαίρεση την προς Αλβανία πλευρά, που φθάνει σε μήκος τα 40 χιλιόμετρα.
Η περιοχή αυτή αποτελεί την «καρδιά» της Πίνδου, με πολλές υψηλές κορυφές 1500-2500 μέτρων.
Πυκνά δάση κάλυπταν την περιοχή και προσέφεραν αποτελεσματικότατη κάλυψη στους αμυνόμενους.
Μοναδικοί οδικοί άξονες ήταν αυτοί που συνδέουν την Καστοριά, τη Νεάπολη, τα Γρεβενά, το Μέτσοβο και τα Ιωάννινα, με παρακαμπτηρίους που οδηγούσαν στην Κόνιτσα, στον Πεντάλοφο και στο Νεστόριο.
Βορείως του Γράμμου και στην περιοχή μεταξύ των λιμνών των Πρεσπών, της λίμνης της Καστοριάς και της Φλώρινας δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Βαρνούντα, από τον οποίο εκτείνονται δύο οροσειρές: αυτή του Γκόρμπες-Ορλοβο, που αποτελεί τη συνδετήρια με τον Γράμμο και αυτή του Βίτσι-Μαρίκι-Σινιάτσικο.
Το σύνολο της ορεινής αυτής περιοχής ονομάζεται Βίτσι.
Απο το 1947 ο Γράμμος και το Βίτσι κατέχονταν από τους αντάρτες οι οποίοι είχαν οχυρώσει με ένα δαιδαλώδες δίκτυο πολυβολείων, συρματοπλεγμάτων, καταφύγιων ναρκοπεδίων και κάθε είδους αμυντική κατασκευή η οποία μεγιστοποιούσε στο έπακρο τις φυσικές δυσκολίες του χώρου.
Η περιοχή ονομάζονταν «Ελεύθερη Ελλάδα», προφανώς σε αντιδιαστολή με την υπόλοιπη Ελλάδα την οποία θεωρούσαν υπό κατοχή.
Η συνολική έκταση της περιοχής έφθανε τα 1.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα ενώ ο πληθυσμός της-πολίτες και αντάρτες-έφθανε τις 45.000-50.000 άτομα.
Εκεί βρίσκονταν οι έδρες της «κυβέρνησης» των ανταρτών, του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, καθώς και του ΚΚΕ.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΠΥΡΣΟΣ
Το σχέδιο των επιχειρήσεων του ΕΣ είχε την κωδική ονομασία «Πυρσός».
Προβλεπόταν να διεξαχθεί σε τρεις φάσεις.
«Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου): Στη φάση αυτή προβλέπονταν παραπλανητικές επιθέσεις στον Γράμμο, με σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα εκδηλωνόταν η κύρια επίθεση του αντιπάλου και να καθηλωθούν οι δυνάμεις του.
«Πυρσός Β΄»(10-16 Αυγούστου): Η φάση αυτή του σχεδίου προέβλεπε ότι η κύρια ενέργεια του ΕΣ, μετά την εφαρμογή του «Πυρσός Α΄», θα εξελισσόταν στην περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψή της και την εξόντωση των ανταρτών.
«Πυρσός Γ΄» (24-30 Αυγούστου): Η φάση αυτή προέβλεπε αποφασιστική ενέργεια στην περιοχή του Γράμμου, με σκοπό την κατάληψή της και την εξολόθρευση των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και απόφραξη των αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμία διέξοδος στις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Για την αντιμετώπιση της εκστρατείας του ΕΣ το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ καθόρισε το σχέδιο δράσης των δυνάμεων του ΔΣΕ.
Σε γενικές γραμμές οι αντάρτες θα αντέτασσαν ενεργητική άμυνα η οποία θα συνίστατο στην άμεση εκτόξευση αντεπιθέσεων για ανακατάληψη απολεσθέντος στρατηγικού σημείου.
Δράση στα μετόπισθεν του εχθρού και αποκοπή των συγκοινωνιών του ώστε το τελευταίος να καθηλώσει αρκετές δυνάμεις και να μην τις διοχετεύσει στην κύρια επίθεση του.
Σε περίπτωση που ένα στρατηγικό σημείο πιεζόταν πολύ οι αντάρτες θα εκτόξευαν αντεπιθέσεις σε διαφορετικά σημεία ώστε να ανακουφίσουν τους αμυνόμενους συμπολεμιστές τους.
Σε μια ευνοϊκή στιγμή των επιχειρήσεων το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών μπορούσε να αποφασίσει μαζικό συγκεντρωτικό χτύπημα για ανατροπή του εχθρού.
Το σχέδιο αντιμετώπισης της επίθεσης ήταν άρτιο πλην όμως ο ΔΣΕ στερείτο των απαραίτητων εφεδρειών για τη διενέργεια αντεπιθέσεων.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Την νύχτα της 2ας προς 3η Αυγούστου ο αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, έχοντας στη διάθεση του δύο μεραρχίες, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία, τρία ελαφρά συντάγματα πεζικού, δύο ίλες αναγνωρίσεως και έναν ουλαμό αρμάτων έδωσε την διαταγή για την εφαρμογή της επιχείρησης «Πυρσός Α΄».
Ο «Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου) ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μια παραπλανητική επίθεση για να δοθεί η εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των ανταρτικών δυνάμεων στον Γράμμο, οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύονταν από άλλες που θα άφηναν τις θέσεις τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους.
Έχοντας απέναντι τους δύο ανταρτικές μεραρχίες ελαττωμένης σύνθεσης, οι δυνάμεις του ΕΣ, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και από την Αεροπορία, όχι μόνο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό, αλλά κατέλαβαν και στρατηγικής σημασίας υψώματα τα οποία θα αποτελούσαν βάσεις εξόρμησης για τις κατοπινές επιχειρήσεις στον Γράμμο.
Στις 10 Αυγούστου τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση «Πυρσός Β΄» στο Βίτσι, μια ισχυρά οχυρωμένη από τους αντάρτες περιοχή.
Ύστερα από πεντάωρη σκληρή αναμέτρηση κατέλαβε τα οχυρά σημεία ύψωμα 1585 και Πολενάτα.
Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της ταξιαρχίας, διείσδυσε η ΧΙ Μεραρχία με την Ε΄ Μοίρα Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας οι εθνικές δυνάμεις κατείχαν την οχυρή θέση Τσούκα σε μικρή απόσταση από το ύψωμα Λέσιτς, πίσω ακριβώς από τους αντάρτες.
Την ίδια νύχτα καταδρομείς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στην τοποθεσία που κατείχαν οι αντάρτες.
Την επόμενη ημέρα οι καταδρομείς κατέλαβαν το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από τον Νότο.
Την ίδια στιγμή εναντίον του Λέσιτς εφορμούσε ακάθεκτη άλλη μοίρα Καταδρομών ξεκινώντας από την περιοχή Κουλκουθούρια.
Η μάχη συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση μέχρι την 16η Αυγούστου.
Οι αντάρτες μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά η αντίστασή τους κάμφθηκε μπροστά στην επιμονή των επιτιθέμενων.
Έτσι το Βίτσι έπεσε στα χέρια των εθνικών δυνάμεων μαζί με το μέγιστο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους.
Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης επέφερε την κατάρρευση στις δυνάμεις του ΔΣΕ.
Ισχυροί σχηματισμοί του ΕΣ διέσπασαν τις γραμμές άμυνας των ανταρτών και διείσδυσαν σε βάθος καταλαμβάνοντας το ύψωμα Λέσιτς.
Οι δυνάμεις του ΔΣΕ απωθήθηκαν βορειοδυτικά και αναζήτησαν καταφύγιο στη χερσόνησο Πηξός, μεταξύ Μεγάλης και Μικρής Πρέσπας.
Εκεί όμως δέχθηκαν σαρωτικές αεροπορικές επιθέσεις.
Έτσι αναγκάστηκαν να ελιχθούν προς τον Γράμμο μέσω αλβανικού εδάφους.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ
Μετά το πέρας των δύο πρώτων φάσεων της επιχείρησης «Πυρσός» όλα ήταν έτοιμα για τη διεξαγωγή της τρίτης και τελευταίας φάσης, με την οποία πιστευόταν ότι θα δινόταν το τελειωτικό χτύπημα κατά του ΔΣΕ.
Το σχέδιο επιχειρήσεων του ΓΕΣ προέβλεπε ότι σε πρώτο χρόνο έπρεπε να καταληφθεί ο βόρειος Γράμμος, με παράλληλη παρενόχληση του ΔΣΕ στον νότιο Γράμμο, ενώ θα απαγορευόταν η διαφυγή των ανταρτών νοτίως του Σαραντάπορου προς την περιοχή της νότιας Πίνδου.
Σε δεύτερο χρόνο οι δυνάμεις του ΕΣ θα εξασφάλιζαν την κατοχή του βόρειου Γράμμου, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκκαθάριση της νότιας περιοχής του ορεινού όγκου.
Σε τρίτο χρόνο ο ΕΣ έπρεπε να εξασφαλίσει το σύνολο του Γράμμου, να αποκαταστήσει την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους και να προβεί στη συστηματική εκκαθάριση του δασωμένου και δυσπρόσιτου ορεινού όγκου του Γράμμου από υπολείμματα ανταρτικών δυνάμεων.
Η ηγεσία του ΓΕΣ πίστευε-σωστά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια-ότι με αυτό το σχέδιο θα διασπάτο η διάταξη των ανταρτικών δυνάμεων στο κέντρο, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να εξαναγκαστούν να εμπλακούν σε μάχες φθοράς και να συγκεντρώσουν εκεί το σύνολο των εφεδρειών τους, γεγονός που θα επέτρεπε την αποτελεσματικότερη δράση του φίλιου πυροβολικού.
Από πλευράς ΔΣΕ, έτσι όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση «νίκη» θα ήταν η απόκρουση των δυνάμεων του ΕΣ και η πρόκληση μεγάλων απωλειών σε αυτόν, ώστε στο τέλος να αναγκαστεί η ηγεσία του-ακριβώς λόγω των μεγάλων απωλειών-να διατάξει τη διακοπή των επιχειρήσεων.
Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στον ΔΣΕ και κατ’ επέκταση στο ΚΚΕ να διατηρήσει τις θέσεις του στην περιοχή, ευελπιστώντας για κάτι καλύτερο στο μέλλον, που δεν θα ήταν άλλο από τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της περιοχής από τη Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες.
Το πόσο ουτοπική ήταν η επίτευξη αυτών των στόχων είναι πασιφανές.
Οι προοπτικές για τον καταπονημένο ΔΣΕ διαγράφονταν ζοφερές.
Τούτο δεν απέτρεψε τον Ζαχαριάδη από το ακόλουθο διάγγελμα: «Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση.
Στον Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό.
Έχουμε αρκετές δυνάμεις και μέσα.
Πιο πλεονεκτικό έδαφος.
Στον Γράμμο απέτυχε πάλι ο μοναρχοφασισμός.
Στον Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό πλήγμα…
Στον Γράμμο από τις 2 μέχρι τις 8 Αυγούστου έσπασε τα μούτρα του.
Έχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι…
Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε τον μοναρχοφασισμό».
Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου η επιχείρηση «Πυρσός Γ΄» «έβαλε φωτιά» στον Γράμμο.
Μετά τις κατάλληλες προωθήσεις των μεραρχιών του ΕΣ στις 0.5.30 τις 25ης Αυγούστου εξαπολύθηκε η κύρια επίθεση υπό τα βλέμματα του βασιλιά Παύλου και του επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής στη χώρα μας στρατηγού Τζέημς Βαν Φλητ.
Προς το μεσημέρι και ενώ οι επίσημοι γευμάτιζαν πρόχειρα στο παρατηρητήριο της Αμμούδας, έφθασε η πληροφορία ότι η Ι Μεραρχία είχε καταλάβει το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Τσάρνο.
Τότε ο Τσακαλώτος τσούγκρισε ένα ποτήρι κρασί με τον επιτελάρχη του υποστράτηγο Κετσέα φωνάζοντας: «Ζήτω το Εθνος!».
Αμέσως μετά στράφηκε προς τον βασιλιά Παύλο και του είπε: «Μεγαλειότατε η μάχη εκρίθη.
Ουσιαστικώς ο Γράμμος έπεσε». Στην πραγματικότητα η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά, αφού οι δυνάμεις του ΕΣ αντιμετώπισαν πολύ σοβαρές δυσκολίες από τη μορφολογία του εδάφους, την πληθώρα των ναρκοπεδίων, την καλά οργανωμένη αμυντική οχύρωση και την αποφασιστική άμυνα που αντέταξε ο ΔΣΕ.
Όμως η επιμονή των ανδρών του ΕΣ και η αριθμητική τους υπεροχή δεν έδινε καμία πιθανότητα στους αντάρτες για αναχαίτιση.
Στα πλαίσια αυτά οι επιτιθέμενοι ξεπέρασαν τις δυσκολίες και με τολμηρές ενέργειες πέτυχαν τους στόχους τους.
Κρίσιμη ημέρα της μάχης υπήρξε αναμφίβολα η 27η Αυγούστου.
Τότε η ΙΧ Μεραρχία ολοκλήρωσε με επιτυχία τον υπερκερωτικό ελιγμό που επιχείρησε, καταλαμβάνοντας τη διάβαση Πόρτα Οσμάν (η οποία μέχρι τότε αποτελούσε την πιο σημαντική δίοδο των ανταρτών με την Αλβανία) και εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε προσπάθεια διαφυγής τους προς τη γειτονική χώρα-μέχρι τότε απέμενε υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ μόνο η δευτερεύουσας σημασίας διάβαση του αυχένα της Μπάρας.
Η ηγεσία των ανταρτών αντιλήφθηκε τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζε, δηλαδή αυτόν της παγίδευσης του συνόλου των δυνάμεων της.
Αμέσως συνεδρίασε το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ και αποφάσισε την διαφυγή του ΔΣΕ - μέσω Μπάρας - στην Αλβανία, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε (όχι για το σύνολο των δυνάμεων) κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας άναψαν τεράστιες φωτιές κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων για να σημάνουν τη νίκη του ΕΣ και την ουσιαστική έξοδο της πολύπαθης χώρας από την τρίχρονη δοκιμασία.
Η επίσημη λήξη των εχθροπραξιών σημειώθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1949 όταν ο Μήτσος Παρτσαλίδης πρόεδρος της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» μιλώντας σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» που έδρευε στη Σόφια ανακοίνωνε ότι «Ο ΔΣΕ δεν κατέθεσε τα όπλα, μα μονάχα τα έθεσε παρά πόδα.
Υποχώρησε μπροστά στην τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού.
Μα ο ΔΣΕ δεν συντρίφθηκε.
Παραμένει ισχυρός και με ακέραιες τις δυνάμεις του.
Γελιώνται θανάσιμα όσοι φαντάζονται ότι δεν υπάρχει πια ΔΣΕ.
Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση».
Αυτό το οποίο δεν αναρωτήθηκε ο Παρτσαλίδης ήταν από πού προήλθε η «τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού».
Είναι σαφές ότι οι αναίτιες επιθέσεις του ΕΛΑΣ σε όλες τις μη Εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις ήδη από το 1943, η αιματοχυσία στην Πελοπόννησο το φθινόπωρο του 1944 και στην Αθήνα τον τραγικό Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, το δράμα των χιλιάδων συλληφθέντων ανά την επικράτεια από τους αντάρτες, η συστράτευση με τους «Σλαβομακεδόνες», οι επιδρομές του ΔΣΕ σε χωριά και οι επιθέσεις στις πόλεις, την περίοδο 1946-49, οι οποίες συνοδεύονταν από ποικίλα έκτροπα, καθώς και το τραγικό παιδομάζωμα είχαν προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου συσπείρωση όλων των μη κομμουνιστικών δυνάμεων της χώρας.
Δυνάμεων που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στην κυριολεξία αλληλοσπαράζονταν (βασιλικοί-βενιζελικοί). Τελικά το ΚΚΕ πέτυχε το ακατόρθωτο.
Να τοποθετήσει στο ίδιο χαράκωμα απέναντι του από τον ακραιφνή βασιλικό μέχρι τον τροτσκιστή.
Απορίες προκαλεί επίσης η τελευταία πρόταση του Παρτσαλίδη « Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση».
Μάλλον λησμόνησε ότι γύρω στο 30% των μαχητών του ΔΣΕ («Σλαβομακεδόνες») μάχονταν για την απόσπαση της Μακεδονίας από τον εθνικό κορμό, υπό τις ευλογίες της ηγεσίας του ΚΚΕ βεβαίως!.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ-ΚΡΙΣΕΙΣ
Η επιτυχής για τον ΕΣ διεξαγωγή της επιχείρησης «Πυρσός Γ΄» σήμανε το ουσιαστικό τέλος των αντιανταρτικών επιχειρήσεων.
Στην κατάληξη αυτή συνέβαλαν αποφασιστικά οι παρακάτω παράγοντες: Η ικανή και στιβαρή ηγεσία του ΕΣ, η οποία εκπόνησε και εφάρμοσε, χωρίς επεμβάσεις από πολιτικά πρόσωπα, το σχέδιο επιχειρήσεων.
Το πολύ υψηλό ηθικό των στρατιωτών του ΕΣ, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο εχθρός ήταν εγκλωβισμένος και η πολυπόθητη νίκη ήταν πλέον πολύ κοντά.
Η άριστη εκπαίδευση, η αριθμητική υπεροχή (αν και αυτή πολλές φορές δεν έπαιζε κανένα ρόλο εξαιτίας των εξαιρετικά δυσπρόσιτων και άριστα οργανωμένων αμυντικών θέσεων των ανταρτών) και ο πλήρης εφοδιασμός με κάθε είδους υλικό των δυνάμεων του ΕΣ.
Ο αιφνιδιασμός των δυνάμεων του ΔΣΕ, κυρίως με τη διενέργεια του υπερκερωτικού ελιγμού κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων από την ΙΧ Μεραρχία.
Τα σοβαρά εσωτερικά πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα που ελλόχευαν στους κόλπους του ΔΣΕ και του ΚΚΕ (προσπάθεια μετατροπής του αντάρτικου στρατού σε τακτικό.
Απομάκρυνση του Μάρκου Βαφειάδη από τη στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ.
Ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τον «άκαπνο» Νίκο Ζαχαριάδη.
Κλείσιμο γιουγκοσλαβικών συνόρων.
Διάσταση μεταξύ πολιτικών επιτρόπων του ΚΚΕ και μονίμων αξιωματικών του ΔΣΕ.
Σήμερα 70 ακριβώς χρόνια μετά την λήξη της επιχείρησης «Πυρσός» οι εναπομείναντες βετεράνοι του ΕΣ νοιώθουν ηττημένοι και προδομένοι.
Σταδιακά η πολιτεία, πιεζόμενη από την αριστερή ρητορεία, τους λησμόνησε και τους αποκαθήλωσε από τη θέση που είχαν κερδίσει με το αίμα τους, δίπλα σε εκείνη των ηρώων του 1940 (πολλοί άλλωστε ήταν οι ίδιοι άνθρωποι).
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να τους δαιμονοποιήσει και να χαρακτηρίσει τα μνημόσυνα προς τιμήν των πεσόντων συμπολεμιστών τους ως «γιορτές μίσους».
Φυσικά δεν τόλμησε να χαρακτηρίσει έτσι τις εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα από τους βετεράνους του ΔΣΕ, υπό την αιγίδα του ΚΚΕ.
Και όμως χάρη στους αξιωματικούς και τους οπλίτες του ΕΣ αυτή η πολιτεία χρωστά την ύπαρξή της.
Χάρη στη θυσία αυτών των ανθρώπων κάποιοι χρωστούν όχι μόνο την πολιτική αλλά και την βιολογική τους ύπαρξη.
Χάρη στο αίμα αυτών των ανθρώπων κάποιοι και κάποιες σήμερα πίνουν αμέριμνα τον καφέ τους και σχολιάζουν, με βαθυστόχαστο φιλοσοφικό ύφος, τα «κακώς κείμενα», νοσταλγώντας τον χαμένο «σοσιαλιστικό παράδεισο» και σχεδιάζοντας την «επανάσταση» από τον καναπέ.
Λησμονούν ότι αν οι «φασίστες» έχαναν τον πόλεμο πολλοί απ’ αυτούς θα αναζητούσαν το μεροκάματο στις πόλεις της Δυτικής Ευρώπης και πολλές απ’ αυτές θα γέμιζαν τους οίκους ανοχής και τα μπαρ των αντίστοιχων πόλεων.
Κάποιοι πιο τολμηροί (η καλύτερα πιο θρασείς) εκμεταλλεύονται την κρατική ανεπάρκεια και «πολεμούν καθημερινά τον φασισμό στους δρόμους» καταστρέφοντας και λεηλατώντας.
Αγνοούν ότι αν ο ΔΣΕ επικρατούσε στον «παράδεισο» που θα οικοδομούσε οι διαδηλώσεις, (πόσο μάλλον οι λεηλασίες και οι καταστροφές) δεν θα είχαν θέση, γιατί πολύ απλά θα απαγορεύονταν!
Σήμερα ο πρωθυπουργός της χώρας εγκαινιάζει χώρους μνήμης για τους «αγωνιστές της δημοκρατίας».
Λησμονεί όμως ότι αν αυτοί οι «αγωνιστές» επικρατούσαν πιθανώς σήμερα η ιδιαίτερη του πατρίδα να μην ήταν ελληνική.
Όσον αφορά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτός δεν λησμονεί, απλά αγνοεί!
Αγνοεί τα λόγια του παππού του ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό «εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, αι οποίαι με τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν των, ακόμη μιαν φοράν εξασφαλίζουν την ανεξαρτησίαν και την αιωνιότητα της Ελλάδος.
Και το Εθνος ολόκληρον υποκλίνεται ευλαβώς ενώπιον της Ιεράς Μνήμης των αθανάτων Νεκρών μας, του Γράμμου και του Βίτσι.
Εις την συνείδησιν των επερχομένων Ελληνικών γενεών αιώνια θα είναι η μνήμη των».
Ο Γέρος της Δημοκρατίας διαψεύσθηκε.
Η συντριπτική πλειοψηφία των επερχόμενων γενεών λησμόνησε τους μαχητές του Γράμμου και η «δημοκρατία» μας τους περιθωριοποίησε.
Όμως οι νεαροί άνδρες του ΕΣ δεν πολέμησαν για τη δημοκρατία, όπως ίσως ψελλίζουν εκπρόσωποι της ροζ κεντροδεξιάς.
Πολέμησαν για να σώσουν το σπίτι τους από την λεηλασία, την οικογένειά τους από τον αφανισμό, το χωράφι τους από την καταστροφή.
Πολέμησαν γιατί τα ακατανόητα γι’ αυτούς κηρύγματα του «σοσιαλισμού» και της «διεθνιστικής επανάστασης» απειλούσαν οικείες τους φιγούρες: τον ιερέα, τον δάσκαλο και τον πρόεδρο του χωριού.
Ο πρώτος τους βάπτισε, τους πάντρεψε και έκλεισε τα μάτια των γερόντων γονιών τους, ο δεύτερος τους έμαθε τα πρώτα γράμματα, ο τρίτος προσπαθούσε να λύσει τα μεγάλα προβλήματα του καθημερινού τους βίου.
Πως ήταν δυνατόν αυτοί να ήταν «αντιδραστικοί, αντεπαναστάτες και εχθροί του λαού»;
Πολέμησαν γιατί έτσι αντιδρούν οι ελεύθεροι άνθρωποι ενάντια σε κάθε απειλή.
Πολέμησαν γιατί έτσι έπραξαν οι παππούδες και οι πατέρες τους στον βάλτο των Γιαννιτσών, στις όχθες του Σαραντάπορου, στις πλαγιές του Μπιζάνιου, στα χαρακώματα του Εσκί Σεχήρ, στις κορυφές της Τρεμπεσίνας, στις χαράδρες της Κλεισούρας, στην έρημο του Ελ Αλαμέιν και στα σοκάκια του Ρίμινι.
Πολέμησαν γιατί πολύ απλά έτσι είχαν μάθει να κάνουν.