Η θεία λειτουργία ως προεικόνιση της δευτέρας παρουσίας.
Η δομή της θείας λειτουργίας είναι τέτοια, ώστε να συνιστά συμβολική επανάληψη της ζωής του Χριστού, από τη γέννηση ώς την ανάστασή Του. Υπάρχει όμως και μια δεύτερη, βαθύτερη ερμηνεία της, σύμφωνα με την οποία είναι συμβολισμός (προεικόνιση) της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού.
Στη σύνδεση της θείας λειτουργίας με τη δευτέρα παρουσία και τη Βασιλεία του Θεού αναφέρεται η
σύντομη, αλλά περιεκτική και εμπεριστατωμένη μελέτη του θεολόγου και γυμνασιάρχη Ιωάννη Εμμ. Κανιολάκη Η εσχατολογική τράπεζα του Κυρίου, που εκδόθηκε στο Ρέθυμνο το 2014 (*).
Ο Ιησούς Χριστός πολλές φορές παρομοίαζε τον εαυτό Του με Νυμφίο (δηλαδή γαμπρό), την Εκκλησία (δηλαδή το σύνολο των χριστιανών) με Νύμφη (νύφη), το έργο Του στον κόσμο με γάμο και τον παράδεισο με το τραπέζι, το γλέντι αυτού του γάμου.
Γι’ αυτό, οι άγιοι διδάσκαλοι του χριστιανισμού (που τους ονομάζουμε Πατέρες της Εκκλησίας) συνεχίζουν να παρομοιάζουν τον παράδεισο με γαμήλιο γλέντι, με τράπεζα, δηλαδή τραπέζι, που την ονομάζουν εσχατολογική τράπεζα, δηλαδή τραπέζι της δευτέρας παρουσίας, αιώνιο τραπέζι – η λέξη τράπεζα στα αρχαία ελληνικά σημαίνει τραπέζι και όχι την τράπεζα όπου καταθέτουμε τα χρήματά μας.
Φυσικά, η παρομοίωση αυτή είναι συμβολική. Ο παράδεισος δεν είναι κυριολεκτικά ένα τραπέζι, στο οποίο τρώμε και πίνουμε, αλλά είναι μια κατάσταση ενότητας και αγάπης με το Θεό και μεταξύ μας, αγάπης γεμάτης χαρά και απόλαυση, γι’ αυτό παρομοιάζεται με το τραπέζι ενός γάμου ή ενός δείπνου, γύρω από το οποίο οι άνθρωποι τρώνε και πίνουν μονιασμένοι κι αδελφωμένοι.
Η παρομοίωση του Χριστού και της Εκκλησίας (των χριστιανών) με γαμπρό και νύφη εννοεί ότι, όπως ο γαμπρός ενώνεται με τη νύφη στο γάμο και είναι ενωμένοι σε όλη τους τη ζωή, έτσι και ο Κύριος, ο Ιησούς Χριστός, είναι Θεός που ενώθηκε με τους ανθρώπους, μένει για πάντα ενωμένος με εμάς και γινόμαστε ένα. Αυτό βέβαια συμβαίνει στους ανθρώπους που το θέλουν και το προσπαθούν – και αυτή η ένωση με το Χριστό είναι η σωτηρία μας, ο παράδεισος, το να είμαστε άγιοι ή έστω «μικροί άγιοι», άνθρωποι του Θεού, αληθινοί χριστιανοί.
Ένα τραπέζι αυτού του αιώνιου γάμου ήταν και ο μυστικός δείπνος, στον οποίο ο Χριστός πρώτη φορά κοινώνησε (μετάλαβε) τους μαθητές Του, προσφέροντάς τους το ψωμί και το κρασί της Θείας Μετάληψης, που το είχε ευλογήσει και είχαν γίνει Σώμα Του και Αίμα Του. Ήταν μια πρόγευση του παραδείσου.
Στη συνέχεια, οι μαθητές του Χριστού και όλοι οι χριστιανοί, μέχρι και σήμερα, επαναλαμβάνουν αυτό το μυστικό δείπνο, κοινωνούν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, όπως εκείνο το βράδυ πριν συλληφθεί και σταυρωθεί ο Χριστός, και ενώνονται μαζί Του. Κάθε Θεία Μετάληψη, δηλαδή κάθε φορά που μεταλαβαίνουμε, είναι μια στιγμή ένωσης με το Χριστό, μια συμμετοχή στο αιώνιο τραπέζι του γάμου του Νυμφίου με τη Νύμφη Του (Νυμφίος ο Χριστός, νύμφη εμείς), μια πρόγευση του παραδείσου.
Ακριβώς αυτό είναι η θεία λειτουργία: το τραπέζι του γάμου του Ιησού Χριστού με τους ανθρώπους. Το τραπέζι, στο οποίο ο ίδιος ο Χριστός μάς προσφέρει το Σώμα και το Αίμα Του (τη Θεία Μετάληψη, που μεταλαβαίνουμε), για να ενωθούμε μαζί Του και ν’ αγωνιστούμε να μείνουμε για πάντα ενωμένοι μαζί Του, ό,τι κι αν γίνει. Η ένωση αυτή είναι και ένωση αγάπης με όλο τον κόσμο.
Είναι αμέτρητα τα σημεία στα Ευαγγέλια και γενικά στην Αγία Γραφή, όπου περιγράφονται όλα αυτά. Ένα από τα σπουδαιότερα κομμάτια στην Αγία Γραφή, όπου περιγράφεται αυτό το συμβολικό «αιώνιο τραπέζι», είναι η περιγραφή της ουράνιας θείας λειτουργίας στο βιβλίο Αποκάλυψις του αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και ολόκληρης της Αγίας Γραφής, το οποίο ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής, ο μαθητής του Χριστού, έγραψε, όταν ήταν ηλικιωμένος και είχε εξοριστεί από τους Ρωμαίους στα ορυχεία του νησιού Πάτμος, στο Αιγαίο Πέλαγος. Η Αποκάλυψις περιγράφει ένα σύνθετο όραμα του αγίου Ιωάννη, που καταλήγει στη δευτέρα παρουσία του Χριστού, στην ανάσταση των νεκρών και στη συμβολική περιγραφή του παραδείσου σαν μια πόλη που κατεβαίνει από τον ουρανό «στολισμένη σα νύφη που πρόκειται να πάει στον άντρα της». Στο τέλος της Αποκάλυψης υπάρχει έντονος ο συμβολισμός του ουράνιου Νυμφίου, του Ιησού Χριστού, και της Νύμφης Του, της Εκκλησίας, με την οποία ενώνεται, δηλαδή με όλους εμάς.
Στο μεγαλύτερο μέρος της Αποκάλυψης το όραμα του αγίου Ιωάννη ξεδιπλώνεται μέσα σε μια ουράνια θεία λειτουργία, με τη συμμετοχή του Χριστού, των αγγέλων και των ανθρώπων. Ο τρόπος που τελείται η θεία λειτουργία στις εκκλησίες μας έχει άμεση σχέση με την περιγραφή της ουράνιας λειτουργίας στην Αποκάλυψη.
***
Ας δώσουμε τώρα ορισμένα στοιχεία για τη σημασία της θείας λειτουργίας ως προεικόνισης της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού.
Το εσωτερικό της Εκκλησίας περιέχει το Ιερό με την Αγία Τράπεζα (δηλαδή το θυσιαστήριο με τον Αμνό του Θεού, που είδε ο άγιος Ιωάννης στην Αποκάλυψη) και το θρόνο του επισκόπου (δεσποτικό θρόνο), που συμβολίζει το «θρόνο του Θεού και του Αρνίου» (του Ιησού Χριστού), που είδε ο άγιος Ιωάννης.
Ο επίσκοπος («δεσπότης») στη θεία λειτουργία συμβολίζει το Χριστό, γι’ αυτό ανεβαίνει και κάθεται στο θρόνο (αφού προσκυνήσει την εικόνα του Ιησού Χριστού που βρίσκεται σ’ αυτόν). Οι ιερείς συμβολίζουν τους 24 πρεσβυτέρους (ιερείς) που βρίσκονται γύρω από το θρόνο στην Αποκάλυψη (μάλιστα, στα βυζαντινά χρόνια ο δεσποτικός θρόνος βρισκόταν μέσα στο Ιερό, πίσω από την Αγία Τράπεζα, και δεξιά κι αριστερά του υπήρχαν θρόνοι για τους ιερείς, όπως συμβαίνει στο όραμα της Αποκάλυψης), ενώ οι διάκονοι (διάκοι) συμβολίζουν τους αγγέλους, που πηγαίνουν μέσα και έξω στο Ιερό και ενώνουν το Ιερό με το δεσποτικό θρόνο μεταφέροντας μηνύματα από το ένα σημείο στο άλλο, όπως οι άγγελοι.
Η Αγία Τράπεζα περιέχει μικρά κομματάκια από ιερά λείψανα, δηλαδή οστά αγίων, ιδίως μαρτύρων, όπως στην Αποκάλυψη ο άγιος Ιωάννης είδε τις ψυχές των μαρτύρων (εκείνων που είχαν θανατωθεί για τη χριστιανική τους πίστη από τους εχθρούς της Εκκλησίας) κάτω από το «χρυσό θυσιαστήριο», δηλαδή από την ουράνια Αγία Τράπεζα (Αποκάλυψις, κεφ. 6, στίχος 9).
Εννοείται ότι όλα όσα είδε στον ουρανό ο άγιος Ιωάννης είναι συμβολικά και του παρουσιάστηκαν έτσι για να του μεταδώσουν το μήνυμα, που ήθελε να απευθύνει ο Θεός στους ανθρώπους. Όχι δηλαδή ότι στ’ αλήθεια ο Θεός κάθεται πάνω σε θρόνο ή ότι στον ουρανό υπάρχει κάποιο θυσιαστήριο κ.τ.λ. Είναι εικόνες παρμένες από την ανθρώπινη ζωή, με τις οποίες ο Θεός έδωσε το μήνυμά Του στον άγιο απόστολο και ευαγγελιστή Ιωάννη το Θεολόγο.
Ο σολέας, δηλαδή το κάπως ψηλότερο τμήμα του ναού που στις μεγάλες εκκλησίες βρίσκεται αμέσως μπροστά στο Ιερό, και εκεί βρίσκονται ο δεσποτικός θρόνος, αλλά και τα αναλόγια με τους ψάλτες (τις χορωδίες των αγγέλων), συμβολίζει τον «πύρινο ποταμό», δηλαδή τον ποταμό φωτός που ξεχύνεται από το θρόνο του Θεού, ο οποίος όμως είναι φως και χαρά για τους δίκαιους, πιστούς και ταπεινούς ανθρώπους, αλλά μετατρέπεται σε φωτιά και θλίψη για τους αμετανόητους άδικους και εγωιστές.
Μπροστά σε όλα αυτά βρισκόμαστε εμείς. Μέσα σε όλα αυτά – σε αυτό το σκηνικό από την Αγία Γραφή – τελείται η θεία λειτουργία, η προεικόνιση της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού, η πρόγευση του παραδείσου.
Η θεία λειτουργία αρχίζει με την εκφώνηση «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Με την εκφώνηση αυτή βρισκόμαστε στην πόρτα του παραδείσου. Η δευτέρα παρουσία, συμβολικά, έχει γίνει κι εμείς είμαστε έτοιμοι να μπούμε στον παράδεισο, δηλαδή στη Βασιλεία του Θεού.
Η Μικρή Είσοδος, δηλαδή η τελετουργική μεταφορά του Ευαγγελίου από την πλαϊνή πύλη του Ιερού στην ωραία πύλη, «είναι η Είσοδος στον τόπο της Βασιλείας και το πλησίασμα στο ουράνιο Θυσιαστήριο» (Ιω. Κανιολάκης, σελ. 38). Ο επίσκοπος παραλαμβάνει το Ευαγγέλιο και τότε μπαίνει στο Ιερό, μαζί με τους ιερείς, όπως η Εκκλησία – οι χριστιανοί, ενωμένοι σαν ένας – μπαίνει στην παράδεισο.
Η ανάγνωση του Ευαγγελίου σημαίνει την εξάπλωση της διδασκαλίας του Χριστού σε όλο τον κόσμο, που έχει προφητευθεί στην Καινή Διαθήκη ότι θα συμβεί πριν τη δευτέρα παρουσία (αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλοι οι άνθρωποι θα το αποδεχτούν). Επίσης «το Ευαγγέλιο είναι μια πανηγυρική επιβεβαίωση της παρουσίας του Κυρίου στη Σύναξη» (δηλ. ότι ο Χριστός είναι παρών στη συνάντηση αυτή των χριστιανών) «και πριν από αυτό η ψαλμωδία του Αλληλούια είναι η έκφραση της ανεκλάλητης χαράς της Συνάξεως εν όψει της συνάντησης πρόσωπο με πρόσωπο με τον Κύριό της» (στο ίδιο, σελ. 41).
Ο χερουβικός ύμνος, με τον οποίο «βγαίνουν τα Άγια» και έχουμε τη Μεγάλη Είσοδο, είναι εμπνευσμένος επίσης από την Αποκάλυψη, κεφάλαιο 4, όπου τα Χερουβείμ, ένα από τα ανώτερα τάγματα αγγέλων (που εμφανίζονται εκεί με τη μορφή τεσσάρων αινιγματικών όντων), ψάλλουν Τρισάγιο Ύμνο γύρω από το θρόνο του Θεού: «Άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, ο ην και ο ων και ο ερχόμενος» (= που υπήρχε, που υπάρχει και που έρχεται).
Στη Μεγάλη Είσοδο ο επίσκοπος περιμένει στην ωραία πύλη, υποδέχεται τους ιερείς με τα Άγια, τα παραλαμβάνει και μπαίνει στο Ιερό συνοδευόμενος από τους ιερείς, όπως ο Χριστός συμβολικά υποδέχεται στην «πόρτα του παραδείσου» τους ανθρώπους που σώζονται και θα τους υποδεχτεί κατ’ εξοχήν στη δευτέρα παρουσία.
«Με τη Μεγάλη Είσοδο, όποια κι αν είναι η ιστορική της εξέλιξη και διαδρομή, η Εκκλησία ήδη παρουσιάζεται και βρίσκεται εκεί όπου εκλήθη και ετάχθη: στο ουράνιο Θυσιαστήριο, στην ουράνια Τράπεζα της Βασιλείας. Εκεί πλέον μεταφέρονται τα Δώρα» (το ψωμί και το κρασί, που θα γίνουν Σώμα και Αίμα Χριστού), «ολόκληρη η κτίση ως Εκκλησία μεταφέρεται στο Θυσιαστήριο και βρίσκεται μπροστά στο Βασιλέα της δόξας για την προσφορά της Θυσίας» (σελ. 41).
Η προσέλευση στη Θεία Μετάληψη, δηλαδή όταν οι χριστιανοί μεταλαβαίνουν, αποτελεί «το έσχατο νόημα και σκοπό του Μυστηρίου, της Συνάξεως δηλαδή και της ανόδου της Εκκλησίας στην ουράνια Τράπεζα του Κυρίου» (σελ. 51), δηλαδή είναι η πρόγευση των αγαθών και των απολαύσεων του παραδείσου.
Εκτός από τα παραπάνω, οι λειτουργικές ευχές, δηλαδή οι προσευχές που διαβάζει ο ιερέας μέσα στο Ιερό, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, τις οποίες συνήθως δεν ακούει ο λαός, εκτός από τις εκφωνήσεις τους (τα σημεία δηλαδή που λέει δυνατά), περιέχουν πάρα πολλές αναφορές που επιβεβαιώνουν τη βαθύτερη σημασία της θείας λειτουργίας ως προεικόνισης της δευτέρας παρουσίας και της Βασιλείας του Θεού. Τις προσευχές αυτές δεν τις ακούμε κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, αλλά μπορούμε αν θέλουμε να τις διαβάσουμε, είτε στα βιβλία των ιερέων είτε στο Διαδίκτυο. Στο αναφερόμενο βιβλίο του Ι. Κανιολάκη αναλύονται διεξοδικά.
Έτσι, κάθε θεία λειτουργία είναι για εμάς μια μικρή δευτέρα παρουσία, μια παρουσία του Ιησού Χριστού, όχι συμβολική αλλά πραγματική, ο οποίος ενώνεται με εμάς μέσω της Θείας Μετάληψης (Θείας Κοινωνίας). Έτσι, πραγματοποιείται η υπόσχεση του Ιησού Χριστού, στο τέλος του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, ο οποίος, μετά την ανάστασή Του, είπε στους μαθητές Του: «θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι το τέλος του κόσμου» (Ματθ. 28, 20), δηλαδή τη δευτέρα παρουσία, που δεν είναι κυριολεκτικά τέλος, αλλά η καινούργια αρχή.
Με βάση τη μελέτη του Ιωάννη Εμμ. Κανιολάκη Η εσχατολογική τράπεζα του Κυρίου.
(του Θεόδωρου Ι. Ρηγινιώτη, Θεολόγου)