Κυριακή της Ορθοδοξίας
Διαβάστε για το νόημα της Κυριακής της Ορθοδοξίας αλλά και για εκείνο όλων των Κυριακών της Μεγάλης Σαρακοστής.
Κάθε Κυριακή της Μ. Σαρακοστής έχει δύο θέματα, δύο νοήματα. Από το ένα μέρος η κάθε Κυριακή αποτελεί μέρος μιας
συνέχειας στην οποία αποκαλύπτεται ο ρυθμός και η πνευματική <<διαλεκτική>> της Μ. Σαρακοστής. Από το άλλο μέρος, σύμφωνα με την πορεία της ιστορικής εξέλιξης της Εκκλησίας, σχεδόν κάθε Κυριακή της Σαρακοστής απόκτησε ένα δεύτερο θέμα.
Έτσι την Α΄ Κυριακή των Νηστειών η Εκκλησία γιορτάζει τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας.
Την Β΄ Κυριακή του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά γιορτάζουμε τη καταδίκη των εχθρών του και την υπεράσπιση της διδασκαλίας του ως δεύτερος θρίαμβος της Ορθοδοξίας.
Την Γ΄ Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Την Δ΄ Κυριακή του αγίου Ιωάννου της Κλίμακας και
Την Ε΄ Κυριακή της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας.
*** * ***
Ποιμαντορική εγκύκλιος επί τη Κυριακή της Ορθοδοξίας 2017
Τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα,
Σήμερα, Κυριακή Α΄ των Νηστειών, η Εκκλησία μας εορτάζει και πανηγυρίζει λαμπρώς και θριαμβευτικώς τη νίκη της Ορθοδοξίας, όχι μόνο εναντίον των αιρετικών και χριστιανοκατηγόρων παλαιών και συγχρόνων Εικονομάχων, αλλά και κατά πασών των παλαιών και νέων αιρέσεων και αιρετικών. Στη σκέψη μας έρχονται δύο διαφορετικά και εκ διαμέτρου αντίθετα μεγέθη˙ η Ορθοδοξία και η αίρεση. Τι είναι Ορθοδοξία και γιατί αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στη σωτηρία; Τι είναι αίρεση και γιατί αυτή οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια; Μ’αυτά τα ερωτήματα θα θέλαμε να απασχολήσουμε την αγάπη σας στη σημερινή εορτή, και γι’αυτό σας παρακαλούμε να εντείνετε την προσοχή σας, για να λάβετε τις κατάλληλες απαντήσεις.
Τι είναι η Ορθοδοξία;
Η μοναδική και αποκλειστική οδός σωτηρίας των ανθρώπων είναι η Ορθοδοξία. Διότι, η Ορθοδοξία είναι η ορθή πίστη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στη διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τα οποία συνεχίζονται στο Σώμα Του, την Αγία Εκκλησία. Η Ορθοδοξία είναι η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοση, δηλ. τα δόγματα, οι αλήθειες της πίστεως, οι Ιεροί Κανόνες, η Θεία Ευχαριστία («η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις σημαίνεται» Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας), η εν Χριστώ ελευθερία, η αγιότητα, το μαρτύριο, η ευποιΐα και η ορθοπραξία. Η Ορθοδοξία δεν είναι μία στατική κατάσταση, αλλά ένα αδιάκοπο ρεύμα ζωής, μία αγία φωτιά, την οποία, παραλαμβάνοντας οι νεώτεροι από τους προγενεστέρους, μεταδίδουν στους επομένους, καλώντας τους να απολαύσουν το σωτήριο φως. Η Ορθοδοξία είναι μία διαρκής λυχνοκαΐα, μία συνεχής λαμπαδηδρομία, η οποία άρχισε ιστορικά στον κόσμο από τις φλόγες της Πεντηκοστής, έφθασε μέχρι εμάς με την Αποστολική και Μαρτυρική διαδοχή, χωρίς ποτέ να σβηστεί, και θα συνεχιστεί μέχρι την Δεύτερη Παρουσία του Χριστού.
Ο Χριστός είναι το μόνο αληθινό φως. Δεν υπάρχουν άλλα φώτα, για να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα, που μπορούν να μας σώσουν. «Ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία˙ ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δεί σωθήναι ημάς»[1]. Μόνον στον Χριστό υπάρχει η δυνατότητα σωτηρίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία. Είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνο αυτή μένει πιστή στο Ευαγγέλιο, στις Άγιες Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους και στους αγίους Πατέρες, και συνεπώς μόνο αυτή είναι η αληθινή Καθολική Εκκλησία του Χριστού.
Η Ορθοδοξία, λοιπόν, μας οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία και στην αναγέννηση μέσω του ορθοδόξου θείου βαπτίσματος. Οι Ορθόδοξοι λάβαμε το Βάπτισμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πιστεύουμε Ορθόδοξα και είμαστε πλήρη μέλη της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, που είναι αποκλειστικώς και μόνον η Ορθόδοξος Εκκλησία, δηλ. του Σώματος του Χριστού, που έχει Κεφαλή τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριό μας Ιησού Χριστό. Με το Μυστήριο του Αγίου Χρίσματος λάβαμε την Σφραγίδα της Δωρεάς του Αγίου Πνεύματος και με την θεία Μετάληψη του Τιμίου Σώματος και Αίματος του Χριστού ενωνόμαστε μαζί Του και γινόμαστε μέλη του Σώματός Του. Μόνο μέσα στην Εκκλησία του Χριστού ενωνόμαστε με τον Αληθινό Θεό και μπορούμε να σωθούμε, να μετέχουμε της ακτίστου Χάριτος του Θεού, να εξαγιασθούμε, να θεωθούμε κατά χάριν και να μετέχουμε του Παραδείσου και της Βασιλείας των Ουρανών. Μ’αυτήν την έννοια η Εκκλησία μας καλείται εργαστήριο αγιότητος και σωτηρίας. Η Εκκλησία είναι ο νέος Παράδεισος, η νέα φυτεία, ο νέος αμπελώνας, που φύτευσε ο Θεός στον κόσμο, για ν’αποτελέσει τον μοναδικό χώρο, το μοναδικό εργαστήριο της σωτηρίας και θεώσεως του ανθρώπου.
Όμως, αυτό το μοναδικό έργο της σωτηρίας και της θεώσεως του ανθρώπου προσπαθεί ο διάβολος και τα όργανά του να το ακυρώσει, σπέρνοντας τις αιρέσεις. Η συνείδηση της Εκκλησίας κατενόησε πάντοτε την αίρεση και τους αιρετικούς ως μέσα, με τα οποία επιχειρεί ο διάβολος να διαμερίσει το Σώμα του Χριστού, με σκοπό την ματαίωση της σωτηρίας του ανθρώπου[2].
Τι είναι αίρεση;
Ο Μέγας Βασίλειος στον Α΄ Ιερό Κανόνα του ορίζει ως εξής την αίρεση και τους αιρετικούς:«Αιρέσεις (ωνόμασαν οι παλαιοί) τους παντελώς απερρηγμένους και κατ’αυτήν την πίστιν απηλλοτριωμένους». Ο Οσ. Νικόδημος ο Αγιορείτης ερμηνεύει αυτόν τον ορισμό ως εξής:«Αιρετικοί δε ονομάζονται εκείνοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς και αμέσως είναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά την πίστιν και τα δόγματα χωρισμένοι από τους Ορθοδόξους και παντελώς απομεμακρυσμένοι»[3]. Οι άγιοι Πατέρες θεωρούν τους αιρετικούς, που επιμένουν στην αίρεσή τους, ως «ακαθάρτους», «αντιπάλους Χριστού», «ιεροσύλους και αμαρτωλούς», «αντικειμένους (τω Χριστώ) τουτέστι πολεμίους και αντιχρίστους», «τους οποίους ο Κύριος πολεμίους και αντιπάλους ονομάζει στα Ευαγγέλια»[4], «νεκρούς»[5], «εχθρούς της αληθείας»[6]. Κατά τον Γεώργιο Σχολάριο, αιρετικός είναι καθένας, που κατ’ευθείαν ή πλαγίως πλανάται σχετικά με κάποιο από τα άρθρα της Πίστεως. Επιπλέον, αιρετικός είναι αυτός, που παρεκκλίνει, έστω και σε κάτι μικρό, από την ορθή πίστη. Ο άγιος Ταράσιος λέγει ότι «το να αμαρτάνει κανείς στα δόγματα είτε αυτά είναι μικρά είτε μεγάλα, είναι το ίδιο˙ γιατί εξαιτίας και των δύο ο νόμος του Θεού αθετείται». Τέλος, ο Μέγας Φώτιος προσθέτει ότι «το να παρεκκλίνει κανείς έστω και λίγο στα περί της πίστεως, ισοδυναμεί με το να αμαρτάνει θανάσιμα»[7].
Επίσης, η αίρεση χαρακτηρίζεται ως «πλάνη» και «φαυλότης», η οποία φέρνει τον όλεθρο[8], ως «στρεβλότης»[9], ως «ελεεινή πλάνη», στην οποία «κατεδέθησαν» οι αιρετικοί[10], ως «μεμιασμένη κοινωνία»[11] και ως «ρίζα πικρίας άνω φύουσα», η οποία «έγινε μίασμα στην καθολική Εκκλησία, η αίρεσις των χριστιανοκατηγόρων»[12]. Η αίρεση, «επειδή εγκαταλείπει» αμέσως ή εμμέσως «τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού» καταντά «κεκρυμμένη ειδωλολατρία»[13] και αθεία και γι’αυτό αυτός, που την ακολουθεί, «πρέπει να βγεί έξω ως ξένος και να εκπέσει από τον χριστιανικό κατάλογο»[14]. Ο πρωτοκορυφαίος Απόστολος Πέτρος κάνει λόγο για «αιρέσεις απωλείας»[15]. Η αίρεση ονομάζεται και αδικία, διότι αδικεί και παραβαίνει την αλήθεια του Θεού, η οποία μαρτυρείται στις Άγιες Γραφές. Ο μισθός και η πληρωμή, που ανταποδίδει σ’αυτούς, που την ακολουθούν, είναι η φθορά, με την οποία αυτοί καταφθείρονται από τις ηδονές[16]. Η αίρεση είναι η μεγαλύτερη αμαρτία. Λέγει ο Μέγας Βαρσανούφιος ότι οι αιρέσεις είναι δόγματα των ελλήνων (ειδωλολατρών), ματαιολογίες ανθρώπων, που νομίζουν ότι κάτι είναι, και ρήματα αργών ανθρώπων. Τις αιρέσεις γέννησε η πλάνη. Μπορούμε να τις αναγνωρίσουμε από τους καρπούς τους, που είναι η φυσίωση, η εξουδένωση, η χαύνωση, η αμέλεια, το πρόσκομμα, η αλλοτρίωση του νόμου ή καλύτερα του νομοθέτου Θεού. Είναι οικητήριο δαιμόνων και του άρχοντός τους διαβόλου. Δεν φέρνουν στο φως, αλλά στο σκότος. Δεν προτρέπουν σε φόβο Θεού, αλλά στην κατά διάβολον προκοπή. Δεν γλυτώνουν από τον βόρβορο, αλλά καταποντίζουν σ’αυτόν. Αυτές είναι τα ζιζάνια, που έσπειρε ο εχθρός στον αγρό του οικοδεσπότου. Αυτές είναι τα αγκάθια, που φύτρωσαν στην καταραμένη από τον Δεσπότη Θεό γη. Είναι ψεύδος, σκότος, πλάνη, και αλλοτρίωση Θεού[17].
Αν οι ηθικές αμαρτίες χωρίζουν τον άνθρωπο από τον Θεό, ακόμη περισσότερο η αίρεση. Η αίρεση είναι ψέμα και βλασφημία εναντίον του σεσαρκωμένου Λόγου, του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού. Η αίρεση δημιουργείται ως πνευματική πλάνη και διαμορφώνεται ως ιδεολογία, που εναντιώνεται στην Αλήθεια, μηδενίζοντας τη δυνατότητα αγιότητος και σωτηρίας. Όπως μια αρρώστια δεν βλάπτει μόνο το άρρωστο όργανο, αλλά ολόκληρο τον οργανισμό, με τον ίδιο τρόπο και η αίρεση, εφόσον δηλητηριάζει κάποια μέλη της Εκκλησίας, προκαλεί πόνο σε ολόκληρο το σώμα της και το βλάπτει. Οι αιρέσεις, λοιπόν, είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου, πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια, στο αντίπαλο του Χριστού στρατόπεδο, δηλ. στην κόλαση μαζί με τους δαίμονες, διότι προβάλλουν έναν κίβδηλο, νοθευμένο, παραμορφωμένο και στρεβλωμένο Χριστό.
Η αυστηρότητα αυτή του Κυρίου, των Αποστόλων και των Αγίων Πατέρων δεν έχει, βεβαίως, δικανικό και τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά καθαρά παιδαγωγικό και φιλανθρωπικό. Αποβλέπει στο να εξασφαλίσει την σωτηρία στα μέλη της Εκκλησίας, να μην παρασυρθούν και προσχωρήσουν στις αιρέσεις. Σε όσους βρίσκονται μέσα στις αιρέσεις, είτε εκ καταγωγής και γεννήσεως, είτε με εθελούσια προσχώρηση, η Εκκλησία μεταφέρει το μήνυμα να μην επαναπαυθούν πως μπορούν δήθεν και εκεί να σωθούν, όπως διακηρύσσουν πολλοί οικουμενιστές ορθόδοξοι θεολόγοι και κληρικοί, οι οποίοι φθάνουν μάλιστα στο σημείο να αποτρέπουν την προσέλευση ετεροδόξων στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η αίρεση αποτελεί χωρισμό από τον Θεό και απώλεια της σωτηρίας. Υπάρχει ένα μόνο εργαστήριο της σωτηρίας, η Εκκλησία. Δεν υπάρχουν παράλληλα εργαστήρια και άλλοι χώροι, όπου μπορεί κάποιος να σωθεί.
Γι’αυτόν τον λόγο, κάθε φορά που εμφανιζόταν μία φοβερή αίρεση, η οποία απειλούσε το Σώμα της Εκκλησίας, οι Άγιοι Πατέρες σάλπιζαν, συνήγειραν τον ευσεβή κλήρο και λαό, συνέρχονταν και συγκροτούσαν Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, κατεδίκαζαν τα αιρετικά φρονήματα, διετύπωναν με κρυστάλλινη διαύγεια τα δόγματα, αναθεμάτιζαν και αφόριζαν και την αίρεση και τους αιρετικούς, οι οποίοι την υπεράσπιζαν, ασφάλιζαν την ποίμνη, καθιστώντας την «λύκοις ανεπίβατον». Με τον τρόπο αυτό, απέκοπταν από το Σώμα της Εκκλησίας και την αιρετική διδασκαλία και αυτούς, που την προωθούσαν. Η Εκκλησία, με τους μεγάλους και φωτισμένους Αγίους Πατέρες, οριοθέτησε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων για το σύνολο των θεμάτων της πίστεως. Είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολουθούμε τους Αγίους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια, που εκείνοι έθεσαν. Το «επόμενοι τοις αγίοις πατράσι» και το «μη μεταίρειν όρια, α έθεντο οι Πατέρες ημών» αποτελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλείδα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής. Έτσι, δικαιολογούνται απολύτως οι αγώνες των αγίων Πατέρων υπέρ της Ορθοδοξίας και εναντίον των αιρέσεων και των αιρετικών, ως διασφάλιση της σωτηρίας του ανθρώπου.Φυσικά, οι Ορθόδοξοι, μαζί με τους Αγίους Πατέρες και τις Άγιες Συνόδους, απορρίπτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις και τους αιρετικούς, που παρουσιάσθηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Τον Αρειανισμό με τα κατάλοιπά του τον Ιεχωβισμό και τον Χιλιασμό, την Πνευματομαχία, τον Νεστοριανισμό, τον ακραίο και μετριοπαθή Μονοφυσιτισμό, τον Μονοθελητισμό, τον Μονοενεργητισμό, την Εικονομαχία, τον Αντιησυχασμό, τον Παπισμό, τον Προτεσταντισμό με τις ποικίλες παραφυάδες του και την παναίρεση του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού συγκρητιστικού Οικουμενισμού με τις διάφορες αρχές και θεωρίες του.
Η σατανοκίνητη και δυσώδης παναίρεση του Οικουμενισμού υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέσεις ως «εκκλησίες» και προσβάλλει την μοναδικότητα, την αποκλειστικότητα και το δόγμα της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Αναπτύσσεται, πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Οικουμενιστές νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία, σύμφωνα με την οποία καμμία αίρεση, ούτε και η Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν δικαιούνται να διεκδικήσουν αποκλειστικά για τον εαυτό τους τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε αίρεση, ακόμη και η Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος αυτής της νέας «εκκλησίας» του Οικουμενισμού, και όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί οι αιρέσεις και η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελούν τη νέα οικουμενιστική Εκκλησία.
Με τον Οικουμενισμό πίπτουν όλα τα όρια, που έθεσαν οι άγιοι Πατέρες. Δεν υπάρχει πλέον οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Οι αιρέσεις είναι «εκκλησίες» και θεωρούνται τώρα ως «αδελφές εκκλησίες», στις οποίες από κοινού με την Ορθόδοξη Εκκλησία ανέθεσε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων. Στα πλαίσια του Οικουμενισμού διδάσκεται ότι υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και το βάπτισμά τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα.
Ισχυρίζονται εσφαλμένως οι Οικουμενιστές ότι όσοι έχουν βαπτισθεί, σε οποιαδήποτε αίρεση κι αν ανήκουν, είναι μέλη του Σώματος του Χριστού, της νέας οικουμενιστικής «εκκλησίας», και ότι οι αρές και τα αναθέματα των Συνόδων δεν ισχύουν και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία. Η συμμετοχή, και συστέγαση έστω και για την αντιμετώπιση κοινωνικοπολιτικών θεμάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας μέσα στο λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»-αιρέσεων μαζί με τις αιρετικές προτεσταντικές παραφυάδες και τους αιρετικούς Μονοφυσίτες-Αντιχαλκηδονίους ισοδυναμεί ουσιαστικά με απομείωση της ορθοδόξου εκκλησιολογικής μας αυτοσυνειδησίας, διότι αφαιρείται το δόγμα περί της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και το δόγμα «εις Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα»[18].και ταυτοχρόνως παρέχεται άλλοθι στους αιρετικούς να εμμένουν στην φρικώδη πλάνη τους.
Όλες οι όντως Συνόδοι της Εκκλησίας, κατεδίκασαν και ανεθεμάτισαν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς.[19]. Και επομένως δεν μπορούμε να μιλούμε για την δήθεν ύπαρξι «ετεροδόξων Εκκλησιών» διότι είναι αντιφατικό και απαράδεκτο, διότι, αν ομιλούμε περί Εκκλησίας, αυτή δεν μπορεί να είναι ετερόδοξη, και, αν ομιλούμε περί ετεροδόξης, αυτή δεν μπορεί να είναι Εκκλησία, με την θεολογική έννοια του όρου. Ο ορισμός της Εκκλησίας μας δίδεται από τον ίδιο τον Δομήτορά Της Κύριο, με το αψευδέστατο στόμα Του, τον ουρανοβάμονα θείο Παύλο, ο οποίος στην προς Εφεσίους επιστολή του μας αποκαλύπτει ότι «…αυτόν (τον Χριστόν) έδωκε κεφαλήν υπέρ πάντα τη εκκλησία, ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου»[20]. Συνεπώς είναι αδύνατη η ύπαρξη ετερόδοξης Εκκλησίας, όπως είναι αδύνατη η ύπαρξη ετεροδόξου Χριστού. Είναι παραλογισμός να έχεται αληθείας ταυτόχρονα η πίστη, που το στόμα του Απ. Παύλου, ο Ιερός Χρυσόστομος, μας παραδίδει, ότι «εν τω άδει ουκ έστι μετάνοια», σχολιάζοντας την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, και η ύπαρξη ενός άλλου σώματος Χριστού με κεφαλή τον Ίδιο, που διδάσκει ακριβώς τα αντίθετα όπως η ψευδοεκκλησία των Ρωμαιοκαθολικών που αθεολόγητα και κακόδοξα διδάσκει για την δήθεν ύπαρξη του καθαρτηρίου πυρός και την δήθεν δυνατότητα καθαρισμού στον Άδη. Γι’αυτό και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος όπως διακήρυξε με το κείμενό της ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ πρόσφατα, αρνείται κάθε ονοματοδοσία των αιρέσεων ως Εκκλησιών.
Τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα,
Μπροστά στον εμφανή και σοβαρότατο αυτόν κίνδυνο των αιρέσεων, ας φροντίσουμε να μην μολυνθούμε και μιανθούμε κι εμείς από τις αιρέσεις του Παπισμού, του Προτεσταντισμού, του Μονοφυσιτισμού και του Οικουμενισμού, αποφεύγοντας κάθε ηθελημένη, σχεδιασμένη και προσευχητική εκκλησιαστική επικοινωνία. Ας αφυπνιστούμε από την άγνοια και την αδιαφορία μας. Μη μένουμε προσκολημένοι μόνο στα υλικά αγαθά, στα χρήματα, τα κτήματα, την σάρκα και τις βιωτικές μέριμνες και αγωνίες. Ας κρατήσουμε την πίστη μας, την Ορθοδοξία, για να μην χάσουμε, μαζί με την πρόσκαιρη εθνική μας πατρίδα, και την αιώνια, την αληθινή πατρίδα μας, την Βασιλεία των Ουρανών. Και τέλος, ας πέσουμε στα γόνατα και ας προσευχόμαστε στον Χριστό να καταπαύσει την τρικυμία, να καταστείλει τις επαναστάσεις των αιρέσεων και να επισυναγάγει όλους τους πεπλανημένους και αιρετικούς μέσα στην Αγία Του Εκκλησία, γιατί μόνο αυτό συνιστά την αληθινή ένωση και πραγματώνει την Αρχιερατική Του προσευχή για όλους τους μαθητάς Του «ίνα ώσι εν καθώς ημείς εν εσμεν» (Ιω. 17,22).
Έτη πολλά και εύδρομος η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή!
[1] Πράξ. 4, 14.
[2] ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Πηδάλιον, ΙΓ΄ Κανών τῆς ΑΒ΄ Συνόδου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 2003, σ. 357.
[3] Ὅ. π., σσ. 587-590.
[4] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σ. 368.
[5] Ὁ. π., Ἁγίου Ἀθανασίου λθ΄ ἑορταστική ἐπιστολή, σ. 583.
[6] Ὁ. π., Α΄ Κανών τῆς ΣΤ΄, σ. 217.
[7] Ὁ. π., σσ. 587-588.
[8] Ὁ. π., νζ΄ Καρθαγένης, σ. 491.
[9] Ὁ. π., Κανών Καρχηδόνος, σσ. 368-369.
[10] Ὁ. π., ξστ΄ Καρθαγένης, σσ. 495-496.
[11] Ὁ. π., ξθ΄ Καρθαγένης, σ. 498.
[12] Ὅ., π., ιστ΄ Ζ΄Οἰκ. Συν., σ. 335.
[13] Ὅ. π., λε΄ Λαοδικείας., σ. 433.
[14] Ὅ. π., α΄ ΣΤ΄Οἰκ. Συν., σ. 218.
[15] Β΄ Πέτρ. 2, 1.
[16] Τοῦ ἰδίου, Ἑρμηνεία εἰς τάς ἑπτά καθολικάς ἐπιστολάς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰακώβου, Πέτρου, Ἰωάννου καί Ἰούδα, ἐκδ. Ὀρθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 392.
[17] Τοῦ ἰδίου, Βίβλος Βαρσανουφίου καί Ἰωάννου, ἐκδ. Β. Ρηγόπουλος, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 283-284.
[18] Ἐφ. 4, 5.
[19] Ὅ.π., παράγραφος 6