Είναι γεγονός ότι οι νεοέλληνες αγαπούν περισσότερο με την κοσμική
φαντασία τους, παρά με το φωτισμό και τη διάκριση του Θεού. Είναι γνωστό
βέβαια ότι η φαντασία ποτέ δεν απώθησε την αγάπη. Στην πράξη βέβαια, η
μία δε θέλει να βλέπει την άλλη. Όλα θα σβήσουν με πάταγο, από την
απευκταία στιγμή που ένας τσιχαντιστής θα εισβάλει σ’ ένα ελληνικό
σπιτικό. Από τη στιγμή που θ’ ανοίξει (ή θα σπάσει) η πόρτα και μετά,
δεν θα ισχύει το «αγάπα τον πλησίον σου», αλλά το «τρέμε τον πλησίον
σου».
Το ισλάμ, ούτε σεβασμό, ούτε ανοχή, ούτε ελευθερία, ούτε
δικαιοσύνη και, φυσικά, ούτε αγάπη έχει δείξει ποτέ προς τον πλησίον.
Γιατί να το κάνει τώρα; Για την αγάπη και τη ζεστασιά που έδειξες εσύ
περιστασιακά σε φερμένους πρόσφυγες ξεγελώντας τον εαυτό σου και την
Πατρίδα σου; Νομίζεις ότι μια τέτοια αγάπη θα σταθεί εμπόδιο στο
τεκταινόμενο έγκλημα; Τα πνευματικά χρωστούμενα του ισλάμ για τον
αιματηρό αφανισμό τόσων χιλιάδων αθώων και αγίων Νεομαρτύρων, αλλά και
τόσων άλλων λαών και κοινωνιών, ακόμη υφίστανται ενώπιον του Θεού. Γιατί
να μην υφίστανται και για σένα; Μήπως είσαι υπεράνω του Θεού και πιο
σπλαχνικός ή πιο δίκαιος από Αυτόν;
Αλλά ούτε οι παρατηρήσεις μας,
μας σώζουν τώρα, ούτε οι αφορισμοί. Έχουμε ιερή υποχρέωση να γίνουμε
–επιτέλους!– φρόνιμοι και σοφοί άνθρωποι και να μαθητεύσουμε από τα ίδια
τα γεγονότα που βοούν και να συνετιστούμε από τα πράγματα, παρέχοντας
εμπράκτως τη μεγαλύτερη δυνατή προστασία στα σπιτικά μας και τους δικούς
μας ανθρώπους.
Κανείς δεν πρόκειται να αναλογιστεί υπεύθυνα ότι η
δική μας βλακεία αυτόν τον Τόπο τον βαραίνει περισσότερο και ότι η δική
μας αβλεψία κα εθελοτυφλία στα πράγματα ισοδυναμεί με ανεπίσημη
προδοσία. Γι’ αυτούς που, με την κούφια και απαίδευτη «αγαπολογία» τους,
αντιστέκονται στην αποδοχή της αληθινής διάστασης των πραγμάτων και δεν
έχουν μέσα τους «Νουν Χριστού», δεν υπάρχει ελπίδα ανάνηψης. «Εμείς
έχουμε Νουν Χριστού», λέει και γράφει ο Απόστολος Παύλος, στ’ όνομα του
γένους των Ορθοδόξων. Αλλά, πού και ποιοι σήμερα οι Ορθόδοξοι; Τους είδε
ο αγέρας και εφοβήθη!
Το παράδειγμα της μάνας που ενσαρκώνει πλήρως
τη Μητέρα Ελλάδα, η οποία, πρέπει πάση θυσία οπωσδήποτε να θρέψει και
να μεγαλώσει π ρ ώ τ α τα παιδιά της και, μόνο–εάν–και, εφόσον μπορεί,
να κοιτάξει κατόπιν και όποια άλλα διαβατάρικα παιδιά περνούν έξω από το
κατώφλι της, τα λέει όλα.
Ποιος είναι αυτός που αισθάνεται σήμερα
ότι η Ελλάδα μας αυτή τη στιγμή μπορεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις
που τις επιβάλλονται μέσα από τις ραγδαίες αλλαγές που τρέχουν σαρωτικά;
Και αν τάχα μπορεί η Ελλάδα, πείτε μου τότε, γιατί να μην μπορεί η
εύρωστη οικονομικά Αυστρία, που μου κλείνει μονομερώς τα σύνορα; Αυτή τη
χώρα όμως, κανένας μέχρι τώρα δεν την είπε «ρατσίστρια». Ας μη
πνιγόμαστε σε ψευτοδιλήμματα που κομίζει η κοσμική και αφώτιστη
μωροαγάπη του κόσμου, που μόνο να σκορπά παντού ενοχές ξέρει.
Ασχολούμαστε με τον πόνο αυτών που μας φέρνουν στανικά και αδιαφορούμε
για το χαμό και τον σπαραγμό τόσων Ελλήνων αυτοχθόνων, που είναι
γεννήματα και θρέμματα αυτής της Πατρίδας. Υποκρισία στο έπακρον που
κρύβεται στην επικατάρατη αγαπολογία.
Εμείς, σαν κοινωνία, αυτή τη
στιγμή, είμαστε πολύ πιο απροστάτευτοι και πολύ πιο έκθετοι, παρά οι
μετανάστες. Το έχετε σκεφτεί αυτό; Έχετε τη δύναμη να το δείτε καθαρά
αυτό; Γνωρίζετε ότι, τώρα που μιλάμε, οι μετανάστες είναι ο καλύτερος
και αποδοτικότερος μοχλός διάλυσης της Ελληνικής κοινωνίας και, μάλιστα,
εντός των τοιχών της; Έχετε συνειδητοποιήσει ότι όλο αυτό που ζούμε,
σαν χώρα και σαν Έθνος, είναι δεν τίποτε άλλο παρά αυτή η «επιδρομή των
αλλοφύλων», για την οποία η Εκκλησία στις αέναες δεήσεις της απεύχεται
να συμβεί, μα να όμως που ήδη συμβαίνει για τις αμαρτίες και για τη
μεγάλη μας αποστασία; Την ολιγωρία και την αδιαφορία, την απραγία και
την αμέλεια των κυβερνώντων, ποιος –επιτέλους!– έξυπνος ορθόδοξος νους
δεν θα την θεωρήσει καθόλου τυχαία, αλλά καθαρή εφαρμογή συγκεκριμένων
στυγνών εντολών που εκπέμπονται απευθείας από τις Στοές; Δηλαδή τον
εχθρό και τον αφανισμό του Τόπου, που είναι εξόφθαλμα προ των πυλών μας,
αν δεν τον δούμε ΤΩΡΑ, πότε στο καλό θα τον δούμε; Στο επάρατο «μετά»
του πραγματικού και αμετάκλητου τέλους; Κατά τ’ άλλα, οι νεοταξικές και
φρούδες «αγάπες» προς τους επίβουλους των βωμών και των εστιών μας μας
μάραναν!
Έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η πολυδιαφημισμένη ή η
πολυπροτρεπόμενη «αλληλεγγύη» μας, δεν είναι πια καθόλου «αυτονόητη».
Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να απαιτεί κανείς από έναν αναιμικό άνθρωπο
να δώσει αίμα. Όπως δεν είναι «αυτονόητο» να περιμένει από έναν που έχει
πάθει κάταγμα στο πόδι του να τρέξει μαραθώνιο. Όπως δεν είναι
«αυτονόητο» να απαιτείται από ένα μικρό παιδί να πάει να κάνει άρση
βαρών. Η «αλληλεγγύη», όσο και να εκθειάζεται θεωρητικά από πολλούς
ευσεβείς ή ανυποψίαστους, δεν παύει να βρίσκεται σε νομοτελειακή
αντιστοιχία και συνάρτηση με το «μπορώ» και τη «δυνατότητα» αυτού που
παρέχει την «αλληλεγγύη». Αυτά τα δύο θα κρίνουν το εάν η «αλληλεγγύη»
θα είναι «αυτονόητη» ή «δέουσα» ή «εφικτή». Μπορείς να δώσεις; Δώσε!
Κανένας δεν σ’ εμποδίζει και δεν πρέπει να σ’ εμποδίσει.
Σήμερα και
τώρα όμως, τα κριτήρια είναι τελείως διαφορετικά. Σήμερα η Ελλάδα, στις
παρούσες έκρυθμες συνθήκες, αδυνατεί για περαιτέρω «αλληλεγγύες». Γιατί
απλά την έσυραν σε τέτοια δεινή θέση, ώστε να μην έχει να παράσχει κάτι
ούτε και για τα ίδια τα παιδιά της. Κι αν στα ντουλάπια του Ελληνικού
νοικοκυριού δεν έχει ούτε κοπανιστό αέρα, κανείς πραγματικά δεν
δικαιούται να κραδαίνει το χέρι και να δίνει μαθήματα αλύτρωτης και
ενοχικής «συμπάθειας» στις παρούσες συνθήκες και εξελίξεις. Είναι καθαρή
αδιακρισία και μωρία αυτό. Και όλοι οι πολιτικοί της κόλασης και τα
τσιράκια τους, ξέρουν πάρα πολύ καλά τι κάνουν: φέρνουν –βάσει σχεδίου–
πεινασμένους «μετανάστες» ή «πρόσφυγες» (αφήνω και τους ανεξακρίβωτους
τσιχαντιστές!) μέσα σε μία πτωχευμένη και εξαθλιωμένη χώρα. Ο τέλειος
συνδυασμός για την κοινωνική αποδόμηση με άμεσο κόστος τη ζωή των
Ελλήνων πολιτών. Ώστε την ώρα της εύλογης παράκρουσης που δημιουργεί η
πείνα, η γύμνια και η ανεστιότητα, να γίνουν –που θα γίνουν!– τα
αναμενόμενα πλιάτσικα στα σπιτικά των Ελλήνων.
Ξυπνήστε!
Η
σοφία και η διάκριση των πραγμάτων δεν είναι πλέον μακριά από ’μας·
είναι δίπλα στον πόνο του βίου μας και μέσα στη σταύρωση της Πατρίδας
μας.
Ποιος βλέπει; Ποιος ακούει; Και προ πάντων· ποιος καταλαβαίνει; …
π. Δαμιανός