Τα Αρχαία Ελληνικά και ο διάλογος για την παιδεία (Απάντηση στο κείμενο των 56)
(α) Ποια είναι τελικά η μορφωτική αξία των Αρχαίων Ελληνικών και γιατί πρέπει να διδάσκονται; (β) Πώς θα μπορούσε να γίνει η διδασκαλία
αυτή ενδιαφέρουσα ή και ελκυστική για τον μαθητή και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματική;
Του Δημήτρη Καραδήμα
Αν/ Καθηγητής
Τμήμα Φιλολογίας – Ε.Κ.Π.Α.
Δημοσίευση: 24/05/2016
Καθώς ο Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία πλησιάζει στο τέλος του και έρχεται προφανώς η ώρα των αποφάσεων για τη μορφή και το περιεχόμενο της αυριανής εκπαίδευσης, ορισμένοι πανεπιστημιακοί θεώρησαν καλό να θέσουν το θέμα της χρησιμότητας της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και να ζητήσουν την κατάργηση του μαθήματος! Διαβάσαμε το σχετικό κείμενο με έκπληξη και λύπη. Έκπληξη, γιατί το κείμενο δεν ήρθε για να θέσει το θέμα προς συζήτηση και διερεύνηση. Διακινήθηκε ηλεκτρονικά με σκοπό προφανώς όχι την ανταλλαγή επιχειρημάτων, αλλά τη συλλογή υπογραφών και την άσκηση πίεσης στα κέντρα των αποφάσεων! Αισθανθήκαμε επίσης λύπη, γιατί το θέμα τίθεται λίγο πριν κλείσει ο Διάλογος και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν υπάρχει πλέον επαρκής χρόνος για εμπεριστατωμένη και αναλυτική συζήτηση. Οι σκέψεις που ακολουθούν αποτελούν μια πρώτη αντίδραση. Στη συνέχεια όπου αναφέρω «συγγραφείς» εννοώ τους πραγματικούς συγγραφείς του κειμένου και δεν αναφέρομαι στους συναδέλφους που αισθάνθηκαν ότι συμφωνούν γενικά με τις θέσεις αυτές και το υπέγραψαν.
Το εν λόγω κείμενο δεν προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει σοβαρά υπέρ της θέσης που προβάλλει για κατάργηση των Αρχαίων Ελληνικών. Παρόλα αυτά, όμως, δεν πρέπει να μείνει αναπάντητο, κυρίως γιατί η διακίνησή του από μόνη της μεταφέρει την αναχρονιστική αντίληψη ότι η απόφαση για το αν θα διδαχθούν ή όχι τα Αρχαία Ελληνικά είναι πολιτική απόφαση που μπορεί να ληφθεί με κριτήρια ισχύος και όχι με κριτήρια παιδαγωγικά και επιστημονικά. Ο βασικός ισχυρισμός του κειμένου είναι ότι «δεν καλλιεργείται επαρκώς η νέα ελληνική γλώσσα στο ισχύον ωρολόγιο πρόγραμμα» της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και γι’ αυτό ευθύνεται η διδασκαλία των Αρχαίων στην οποία αφιερώνονται σήμερα πολλές ώρες! Σε αυτόν τον ισχυρισμό προστίθενται ορισμένα ακόμα επιχειρήματα και οι συγγραφείς καταλήγουν με παροιμιώδη ευκολία στην πρότασή τους για τη θεραπεία του προβλήματος: «προτείνουμε την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών από το πρωτότυπο στο Γυμνάσιο»! Ας δούμε από πιο κοντά τον ισχυρισμό αυτόν και τα άλλα τους επιχειρήματα.
Πράγματι έχουμε πρόβλημα με τα νέα ελληνικά στο Γυμνάσιο και απαιτείται βαθύτερη, καλύτερη και ουσιαστικότερη διδασκαλία της γλώσσας μας. Γνωρίζουν, όμως, οι συγγραφείς του κειμένου ότι ένα μεγάλο ποσοστό των μαθητών που έρχονται στο Γυμνάσιο (μπορεί να κυμαίνεται ανάλογα και με την περιοχή από το 1/4 περίπου μέχρι το 1/3 του συνολικού τους αριθμού) είναι στην ουσία λειτουργικά αναλφάβητοι, καθώς δεν μπορούν ή δυσκολεύονται σημαντικά να διαβάσουν και να γράψουν, παρόλο που έχουν διδαχθεί επί έξι χρόνια ανάγνωση και γραφή στο Δημοτικό; Μήπως, δηλαδή, η λύση στο πρόβλημα της επαρκούς καλλιέργειας της νέας ελληνικής δεν είναι παιδαγωγικά σωστό να αναζητείται μόνο στο Γυμνάσιο; Μήπως πρέπει έγκαιρα, στο Δημοτικό, να αναζητήσουμε τρόπους καλύτερης αξιοποίησης του σχολικού χρόνου και αποτελεσματικότερης διδασκαλίας της γλώσσας μας, ώστε τα παιδιά που αποφοιτούν από την πρωτοβάθμια να έχουν κατακτήσει τη νέα ελληνική στον ανώτερο για την ηλικία τους δυνατό βαθμό; Αυτό είναι ασφαλώς ένα πρόβλημα που πρέπει, πιστεύω, να απασχολήσει όσους ασχολούνται με την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Σε ό,τι αφορά στο θέμα που μας απασχολεί εδώ, είναι προφανές ότι η σύνδεση της ελλιπούς γνώσης της νέας ελληνικής με τη διδασκαλία της αρχαίας στηρίζεται σε δύο αυθαίρετες παραδοχές: (α) Οι ώρες διδασκαλίας των Αρχαίων έχουν αφαιρεθεί από τα Νέα Ελληνικά και πρέπει να επιστραφούν (!) (υπονοείται) και (β) Η διδασκαλία των Αρχαίων εμποδίζει την καλλιέργεια του γλωσσικού αισθήματος των μαθητών (αυτό αναφέρεται μάλιστα ρητά!). Και οι δύο παραδοχές (η έλλειψη χώρου δεν επιτρέπει να συζητηθούν εδώ αναλυτικά) αντιβαίνουν στην κοινή λογική και δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Γιατί, ας πούμε, να μην εξασφαλίσουμε επιπλέον διδακτικές ώρες για τα Νέα Ελληνικά (αν δεχτούμε ότι το πρόβλημα είναι απλά ποσοτικό) αφαιρώντας κάποιες από άλλα μαθήματα, όπως, π.χ., τα Μαθηματικά ή τα Αγγλικά, και θεωρούμε μόνη λύση την κατάργηση των Αρχαίων; Ή, γιατί τα Αρχαία νοθεύουν το γλωσσικό αίσθημα των παιδιών στην ηλικία των δώδεκα και δεκατριών ετών (όταν η γλώσσα στην ουσία εμπλουτίζεται) αντί να το καλλιεργούν, ενώ τα Αγγλικά, π.χ., δεν το κάνουν αυτό στην ηλικία των έξι (όταν η γλώσσα ακόμα κατακτάται); Το συμπέρασμα είναι ότι εδώ υπάρχει σύγχυση (σκόπιμη ή όχι δεν έχει ίσως σημασία) ανάμεσα σε δύο διαφορετικής τάξεως προβλήματα: το πραγματικό ζήτημα της ανάγκης για αποτελεσματικότερη διδασκαλία της νέας ελληνικής και το ζήτημα της χρησιμότητας της διδασκαλίας των Αρχαίων Ελληνικών, την οποία κάποιοι αμφισβητούν. Είναι προφανές ότι το δεύτερο είναι ένα αυτόνομο ζήτημα. Η άποψη ότι η διδασκαλία των Αρχαίων δεν εμποδίζει, αλλά αντίθετα βοηθάει, υπό προϋποθέσεις, την καλλιέργεια και της νέας ελληνικής, δεν συγχέει τα θέματα, εκτός αν καταλήξει και αυτή στον απόλυτο ισχυρισμό ότι πρέπει να διδάσκουμε Αρχαία για να κατακτήσουμε τη νέα ελληνική!
Από τα υπόλοιπα επιχειρήματα που επιστρατεύονται άλλα είναι εξίσου αυθαίρετα με τον βασικό ισχυρισμό, άλλα προβάλλουν μέρος της πραγματικότητας και άλλα εμφανίζουν αστοχίες και δυσκολίες στη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής ως εγγενείς αδυναμίες του αντικειμένου! Ας τα δούμε εν συντομία:
1. «Η γλώσσα μαθαίνεται με τη χρήση της και όχι με τη γνώση της ιστορίας της και της ετυμολογίας των λέξεων» ή «η γλώσσα μπορεί να μελετηθεί (και άρα να διδαχθεί) αποτελεσματικά στη συγχρονία της»: Συμφωνούμε, νομίζω, όλοι κατ’ αρχήν. Τίθεται, ωστόσο, ένα θέμα, όταν μιλάμε για τα ελληνικά. Τι ακριβώς σημαίνει αυτή η συγχρονία; Περιλαμβάνει και την καθαρεύουσα στην οποία έχει γραφεί ένα σημαντικό μέρος της νεοελληνικής γραμματείας; Περιλαμβάνει και τη γλώσσα της εκκλησίας η οποία αποτελεί ζωντανό κομμάτι της πολιτισμικής και θρησκευτικής πλευράς της ζωής μας; Υπάρχει, όμως, και μια ακόμη πηγή σύγχυσης στις παραπάνω θέσεις. Με δεδομένο ότι αυτές χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης της διδασκαλίας των Αρχαίων, υπονοείται πάλι ότι προσφέρουμε το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών μόνο για να διδάξουμε μέσω αυτού τη νεοελληνική γλώσσα! Αυτό βέβαια δεν είναι σωστό. Αφήνεται μάλιστα να εννοηθεί και κάτι ακόμα, εξίσου λανθασμένο: ότι η μορφωτική αξία των Αρχαίων εξαντλείται σε αυτό !
2. «Η καλή γνώση και χρήση της γλώσσας συμβάλλει στην καλλιέργεια όλων των γνωστικών αντικειμένων»: Δεν είναι σαφές αν οι συγγραφείς αναφέρονται στη μεταλυκειακή επιστημονική δραστηριότητα των νέων ή στη μαθητική τους ζωή. Σε ό,τι αφορά, πάντως, στα μαθητικά χρόνια, είναι βέβαιο ότι υπάρχει και η άλλη πλευρά, δηλαδή επίδραση και προς την αντίθετη κατεύθυνση η οποία πρέπει να τονιστεί: η γλώσσα καλλιεργείται και ο βαθμός κατάκτησής της βελτιώνεται μέσα από τη μελέτη, την προφορική αναπαραγωγή ή την εκπόνηση γραπτών εργασιών και σε πολλά άλλα μαθήματα (π.χ. Λογοτεχνία, Ιστορία, Αρχαία (π.χ. μετάφραση), Πολιτική Αγωγή, κλπ).
3. Το τελευταίο επιχείρημα είναι το μόνο που αφορά άμεσα τα Αρχαία και το οποίο παραπέμπει σε σχετικές έρευνες. «Οι διδάσκοντες και οι μαθητές στη μεγάλη τους πλειονότητα δείχνουν απαρέσκεια για το μάθημα και δεν κατανοούν γιατί το διδάσκουν/ διδάσκονται». Δεν θα αμφισβητήσω βέβαια τις έρευνες, αλλά υπάρχουν ερωτήματα που πρέπει να τεθούν: (α) Αυτή η κατάσταση παρατηρείται μόνο στα Αρχαία Ελληνικά ή κυριαρχεί στο σημερινό σχολείο; (β) Ποια λογική συνδέει αυτό το αποτέλεσμα της έρευνας με την πρόταση για κατάργηση; Δεν νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε με το τελικό συμπέρασμα των συγγραφέων (κατάργηση του μαθήματος), γιατί τότε θα ήταν σαν να παραδεχόμαστε ότι τα Αρχαία Ελληνικά ως διδακτικό αντικείμενο έχει, αυτό μόνο, από τη φύση του την περίεργη ιδιότητα να καθίσταται αντιπαθές και μια μοιραία αδυναμία να δικαιολογήσει την ύπαρξή του στο σχολικό πρόγραμμα! Δεν ισχύει βέβαια τίποτα από αυτά. Είναι αλήθεια, όμως, ότι οι συγγραφείς του κειμένου περιγράφουν εδώ μια πραγματικότητα. Δεν εξηγούν, ωστόσο, ότι αυτή η πραγματικότητα είναι αποτέλεσμα πολλών εξωγενών (ως προς το ίδιο το αντικείμενο) παραγόντων (σχολικά βιβλία, τρόπος διδασκαλίας, έλλειψη επαρκώς καταρτισμένων διδασκόντων, κλπ). Υπάρχει πράγματι πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αλλά το κείμενο που μας απασχολεί δεν σκοπεύει να προτείνει λύσεις. Χρησιμοποιεί το πρόβλημα απλώς ως βάση, για να προσχωρήσει στη λογική «πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι» και να προτείνει την κατάργηση του μαθήματος. Το ζήτημα, όμως, είναι πραγματικά πολύ σοβαρό και, αν πρόκειται να συζητηθεί, πρέπει αυτό να γίνει με σοβαρότητα, ειλικρινές ενδιαφέρον και γνώση και όχι με πρόχειρες διακηρύξεις.
4. Υπάρχει και μία ακόμα πρόταση: «Το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών από το πρωτότυπο θα μπορούσε να προσφέρεται ως μάθημα επιλογής στη Γ΄ Γυμνασίου, για όσα παιδιά ενδιαφέρονται πραγματικά να το παρακολουθήσουν». Ερώτηση: Αυτό το πραγματικό ενδιαφέρον πώς θα δημιουργηθεί ξαφνικά στα παιδιά μόλις φτάσουν στην Γ΄ Γυμνασίου και από ποιον; Αν το σχολείο απεμπολήσει τον ρόλο του να δημιουργεί στα παιδιά ενδιαφέρον για πράγματα άγνωστα και δύσκολα, αλλά μορφωτικά σημαντικά, τότε για ποια παιδεία μιλάμε; Ή αυτό θα ισχύσει μόνο για τα Αρχαία Ελληνικά;
Η συζήτηση που προηγήθηκε επέλεξε να ασχοληθεί με το περιεχόμενο του εν λόγω κειμένου και δεν επεχείρησε να μπει στην ουσία του ζητήματος. Η ουσία βρίσκεται σε δύο ερωτήματα που θα μπορούσαν να είναι αντικείμενο διαλόγου: (α) Ποια είναι τελικά η μορφωτική αξία των Αρχαίων Ελληνικών και γιατί πρέπει να διδάσκονται; (β) Πώς θα μπορούσε να γίνει η διδασκαλία αυτή ενδιαφέρουσα ή και ελκυστική για τον μαθητή και ταυτόχρονα πιο αποτελεσματική;