Ἀνδρόνικος: «Εἶχα λοιπὸν βρεῖ, τὸν πρῶτο ἀσύλητο μακεδονικό τάφο!»
«Πήρα το τσαπάκι της ανασκαφής, που έχω μαζί μου από το 1952, έσκυψα στο λάκκο και άρχισα να σκάβω με πείσμα και αγωνία το χώμα κάτω από το κλειδί της καμάρας. Ολόγυρα ήταν μαζεμένοι οι
συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο.
συνεργάτες μου. (…) Συνέχισα το σκάψιμο και σε λίγο ήμουν βέβαιος. Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. (…) -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο.
Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. Εκείνη τη νύχτα -όπως και όλες τις επόμενες- στάθηκε αδύνατο να κοιμηθώ περισσότερο από δυο τρεις ώρες. Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το
κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση.
Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)
Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε». (Μανόλης Ανδρόνικος, «Το Χρονικό της Βεργίνας», εκδ. Μορφωτικό ‘Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης – via Λογομνήμων).
Η χρυσή λάρνακα που περιείχε τα οστά του Φιλίππου Β΄ και το χρυσό στεφάνι που παριστάνει κλαδί χρυσής βελανιδιάς με χρυσά βελανίδια. Έχει 313 φύλλα και 68 βελανίδια. Η βελανιδιά εἶναι το ιερό δέντρο του Δία.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς έσπρωχναν τη βαριά φθαρμένη πύλη κάτω από τον μουντό, φθινοπωριάτικο ουρανό, δεν γνώριζαν σε ποιον ανήκει ο τάφος. Το μόνο για το οποίο ήταν βέβαιοι είναι αυτό στο οποίο είχε καταλήξει ο ίδιος ο Ανδρόνικος το 1963, όταν ανακάλυψε τις πρώτες επιτύμβιες στήλες: ότι σε εκείνη την περιοχή ήταν εγκατεστημένη, μεταξύ 1000 και 700 π.Χ., μια ακμαία ανθρώπινη κοινωνία που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με πλούσια χάλκινα κοσμήματα και σιδερένια όπλα και να σκεπάζει τους τάφους τους με χαμηλούς τύμβους, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο που εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο από τα πανάρχαια χρόνια.
Αυτούς τους χαρακτηριστικούς τύμβους έσπευσε να ερευνήσει πρώτη φορά ο Μανόλης Ανδρόνικος το 1951, επισκεπτόμενος, ως επιμελητής αρχαιοτήτων ακόμα, το εκτεταμένο νεκροταφείο που απλωνόταν στη βόρεια και ανατολική πλευρά του χωριού. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια μέχρι εκείνο το συννεφιασμένο απομεσήμερο του ’77 που σήμανε την επίτευξη μίας εκ των σπουδαιότερων ανακαλύψεων σε παγκόσμιο επίπεδο: τη διαπίστωση ότι πίσω από εκείνη τη βαριά, φθαρμένη πύλη βρίσκεται ο τάφος του Φιλίππου του Β’, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος ανακάλυψε το 1977 τον τάφο του Φιλίππου Β΄ η είδηση έκανε το γύρω του κόσμου. Το μνημείο καλυπτόταν από μεγάλο λόφο, γνωστό ως Μεγάλη Τούμπα. Στο εσωτερικό του λόφου υπήρχε επίσης ο επονομαζόμενος «Τάφος της Περσεφόνης» και ο «Τάφος του Πρίγκιπα».
Η πρόσοψη του τάφου του Φιλίππου Β’ είναι διαμορφωμένη σύμφωνα με το δωρικό ρυθμό. Στη ζωφόρο που καταλαμβάνει όλο το πλάτος της πρόσοψης(5,56 μ.,) και έχει ύψος 1,16 μ. απεικονίζονται σκηνές κυνηγιού λιονταριών, άρκτων, αντιλοπών και κάπρων σε ημιδασώδες τοπίο.
Ο τάφος του Πρίγκιπα (6,35 μ. ύψος Χ 5,08 μ. πλάτος) ανακαλύφθηκε από τον Ανδρόνικο το 1979. Ο τάφος είναι διθάλαμος, με προθάλαμο και θάλαμο, με ανισοϋψή καμαρωτή στέγη. Από τη ζωφόρο της πρόσοψης διατηρούνται σήμερα μόνο ίχνη καθώς ήταν ζωγραφισμένη πάνω σε ξύλο ή δέρμα.
Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα. Τοιχογραφία στο εσωτερικό του «τάφου της Περσεφόνης».
Ο συλημένος, κιβωτιόσχημος, κατασκευασμένος από πωρόλιθους τάφος στην παρυφή της Μεγάλης Τούμπας πλάι στο «Ηρώον», πήρε το συμβατικό του όνομα «τάφος της Περσεφόνης» από τη ζωγραφική του διακόσμηση. Ανάμεσα στις μορφές των Μοιρών και της καθισμένης στην «αγέλαστη πέτρα» Δήμητρας ξεχωρίζει η παράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από το θεό του Κάτω Κόσμου Πλούτωνα.
Η δεξιότητα της εκτέλεσης, η δύναμη της σύλληψης και η λιτή χρωματολογία υποδηλώνουν ένα σημαντικό ζωγράφο (ίσως τον Νικόμαχο) των μέσων του 4ου αι. π.Χ., όπως συνηγορούν και τα θραύσματα των αγγείων που βρέθηκαν στο εσωτερικό του τάφου.
Ο θρόνος στον «τάφο της Περσεφόνης»
«Αυτό το μυστικό το ονειρευόμουν από τότε που έκανα την πρώτη δοκιμή το 1952», θα έγραφε αργότερα ο Ανδρόνικος. Και θα συμπλήρωνε: «Ο στόχος της αρχαιολογικής έρευνας έμενε πάντα καθαρός, σταθερός και καίριος. Ωστόσο, το ανθρώπινο πάθος μιας ολόκληρης ζωής λειτουργούσε το ίδιο έντονα και επίμονα». Το ανθρώπινο πάθος. Του οραματιστή. Του ταξιδευτή. Όταν, μερικές μέρες αργότερα, είναι έτοιμος να αναγγείλει και επισήμως την ανακάλυψή του, η αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας πλημμυρίζει από κόσμο. Άνθρωποι στέκονται μέχρι και στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου προκαλώντας αναστάτωση στην κυκλοφορία. Ο Ανδρόνικος μπορεί να αισθάνεται τη λύτρωση που θα ένιωθε κάθε Οδυσσέας, αλλά όχι απόλυτα. Είναι ρεαλιστής. Ξέρει πολύ καλά πως ανάμεσα στους συναδέλφους του υπάρχουν αντιρρήσεις. Όχι φυσικά επειδή σπεύδει να χαρακτηρίσει τους τάφους βασιλικούς, αλλά επειδή ταυτίζει τον νεκρό της χρυσής λάρνακας με τον Φίλιππο τον Β’ και τη Βεργίνα με τις Αιγές.
Ἐπιμέλεια, Χλόη
Ασημένια οινοχόη με κεφάλι Σειληνού, από τον τάφο του Φιλίππου
Ελεφαντοστέϊνο γλυπτό. Βρέθηκε στον τάφο του Πρίγκιπα
Ο θώρακας από την χρυσοποίκιλτη πανοπλία του Φιλίππου
Η χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου
Ασημένια υδρία – τεφροδόχος με χρυσό στεφάνι βελανιδιάς. Βρέθηκε στον τάφο του Πρίγκιπα.
Τὰ εὐρήματα βρίσκονται στὸ Μουσεῖο βασιλικῶν τάφων Αἰγῶν: www.aigai.gr