Εἶναι λόγια τοῦ ἁγίου Δασκάλου τοῦ
Γένους Ἀναστασίου Γορδίου (1654-1729). Ἃς παραθέσουμε ὅμως καὶ τὴν
συνέχεια τοῦ κειμένου τὴν ἀναφορὰ τοῦ ἁγίου στὴν «ἄλλην ζοφερὰν
συννεφίαν», τῆς Δύσεως αὐτὴ τὴ φορά.
«Ἀπὸ δὲ τὸ μέρος τῆς Δύσεως νὰ εἶναι
ἄλλο σύννεφον μεγάλον, νὰ φθάνη ἕως εἰς αὐτὸν τὸν αἰθέρα εἰς τὸ ὕψος καὶ
εἰς τὸ πλάτος, νὰ σκεπάζη ὅλην τὴν Δύσιν καὶ τὸ ἥμισυ, τοῦ βορείου
κλίματος, σκοτεινὸν καὶ αὐτὸ καὶ ζοφῶδες, ἔχον μέντοι ὀλίγην διαύγειαν,
πάνυ ὀμιχλώδη, πολύ το πλάνον ἐμφερομένην. Αὕτη ἐστὶν ἥ των λατίνων
δοκοῦσα καὶ ὀνομαζομένη χριστιανοσύνη ἐμπεπλησμένη (=γεμάτη) δὲ οὖσα
πάσης αἱρέσεως καὶ....
καινοτομίας καὶ σμίγμα πασῶν των πάλαι αἱρέσεων...
Πήγαινε εἰς τὴν Ἀνατολὴν καὶ νὰ ἰδῆς ὅτι δὲν θέλεις εὕρει νὰ ὀνομάζεται Χριστός, ὁπού εἶναι ὁ νοητός τῆς
δικαιοσύνης ἥλιος, ἀλλ’ ὁ Μωάμεθ ὁπού εἶναι υἱὸς τοῦ ἀντιθέου σκότους ὁ
ὁποῖος ἐδίωξεν ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Χριστόν, ὁμοὺ μὲ τὴν ἐκκλησίαν του, καὶ
ἔμεινε ἡ ἀνατολὴ ὅλως διόλου σκότος ζοφερὸν καὶ ἐνάδιον (=ἐν+άδης).
Ὕπαγε εἰς τὰ μέρη τῆς Δύσεως καὶ δὲν
θέλεις εὕρει καὶ ἐκεῖ τὸν Χριστόν, διότι τὸν ἐδίωξεν ὁ Πάπας. Καὶ λόγω
μὲν λέγουν οἱ λατίνοι πὼς πιστεύουν τὸν Χριστόν, ἔργω δὲ πιστεύουν καὶ
τιμοῦν τὸν πάπα τοὺς ὑπὲρ τὸν Χριστὸν καὶ δὲν κάμνουν κανένα ἀπὸ ἐκεῖνα,
ὁπού λέγει ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅλως διόλου», (σ.σ. «ὅλως διαόλου» ἔλεγε ὁ
Μακρυγιάννης μὲ τὴν ἀγράμματη εὐθυβολία τοῦ)-«ἐκεῖνα ὁπού ἐνομοθέτησεν ὁ
πάπας. Καὶ ὁ Χριστὸς εἰς τοιούτους προσκυνητᾶς δὲν ἀναπαύεται...».
Ἔτσι ὁμιλοῦν οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ὁμολογητὲς
τῆς πίστεως. Χωρὶς ἁβροφροσύνες καὶ ψευδοαγάπες στοὺς «ἀδελφούς» τους,
τοὺς «πεφιλημένους» αἱρεσιάρχες. Τὴν ἴδια ἀφτιασίδωτη καὶ χωρὶς
«γλυκατζοῦρες» καὶ ἐμετώδη καρυκεύματα, γλώσσα, χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ
τὸ «ζοφερὸν καὶ ἐνάδιον» Ἰσλάμ. Οὔτε μετριοπαθές, ὑπομετριοπαθὲς καὶ
λοιπὲς πονηρολογίες χρησιμοποιοῦν, γιὰ νὰ καλύψουν τὸν φόβο καὶ τὴν
δουλοπρέπειά τους.
«Ὅστις δὲ ἑτέρους δέδοικεν δοῦλος ὧν
λέληθεν», ὅποιος φοβᾶται τοὺς ἄλλους, καταντᾶ «ἀνεπαισθήτως»-τοῦ γίνεται
συνήθεια- δοῦλος τους, ἐπιμαρτυρεῖ καὶ ὁ προγονικὸς λόγος, διὰ στόματος
Ἀντισθένους.
Ζοῦμε τὴν ἀπόλυτη παράνοια.
Ἡ δυτικὴ «ζοφώδης συννεφία», τὰ
ὑπερφίαλα παπικὰ καὶ προτεσταντικὰ κατακάθια, χρησιμοποιώντας, τὸ
κρατίδιο γελωτοποιῶν, τὰ Σκόπια, στήνουν τεῖχος, γιὰ νὰ ἐγκλωβίσουν τοὺς
μουσουλμάνους στὴν πατρίδα μας.
Στὴν ἀνατολή, ἡ ἄλλη ζοφερὰ συννεφία, τὸ
κράτος-συμμορία, ἐκβιάζει, ἀπειλεῖ, δολοφονεῖ, γιὰ νὰ κερδίσει... τί
ἄλλο; Ἄσπρα, πουγκιὰ εὐρωπαϊκά. Καὶ ἐδῶ, καημὸς τῆς ἀσημαντοκρατίας τὰ
σύμφωνά των ἀσελγῶν...
Ἃς τὸ καταλάβουμε: εἴμαστε σὲ κατάσταση πολιορκίας.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, Βόλι Τουρκιᾶς, τοπ’ Ἄγγλου! / Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι».
Καὶ πάλι τὸ Μεσολόγγι χτυπιέται. Ὁ
χρεοκοπημένος πνευματικὰ νοῦς τῶν Φράγκων καὶ τὰ βόλια τῆς λυσσασμένης
Τουρκιᾶς, βαροῦν τὸ ἔνδοξο – πάλαι ποτὲ – καλυβάκι.
Ποιὰ εἶναι ἡ λύση. Ἡ ἔξοδος ἀπὸ τὴν διεφθαρμένη πόρνη τὴν... Εὐρώπη.
«Φεύγετε ὅσον δύνασθε τὴν Εὐρώπην. Καὶ
ἀκόμη καὶ ἐκείνους ὁπού ἔρχονται ἀπὸ τὴν Εὐρώπην. Ὅτι οἱ λόγοι τοὺς
ρέουσι ἀπὸ τὰ χείλη τοὺς γλυκύτεροι ἀπὸ τὸ μέλι. Μὰ ἀλοίμονον, αὐτοὶ
ἀπαραλλάκτως εἶναι ἐκεῖνοι διὰ τοὺς ὁποίους ὁ προφήτης λέγει τάδε: ὅτι
οὐκ ἔστιν ἐν τῷ στόματι αὐτῶν ἀλήθεια, ἡ καρδία αὐτῶν ματαῖα.
Ἐγὼ κατὰ ἀλήθειαν φρίττω καὶ ἀμηχανῶ,
ὅταν ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος στοχάζομαι τὴν σημερινὴν κατάστασιν τῆς Εὐρώπης,
καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος βλέπω τούτους τοὺς ἡμετέρους, ὁπού ἔτσι ἀκρατῶς
φέρονται εἰς τὴν ἀπόλαυσιν τῶν δῆθεν καλῶν αὐτῆς. Οἱ μὲν γὰρ ἐμπορίας
χάριν, οἱ δὲ φιλοσοφίας, ἐκεῖ τρέχουσι. Φρίττω λέγω καὶ ἀπορῶ». (ἅγιος
Ἀθανάσιος ὁ Πάριος). (π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Τουρκοκρατία», σέλ. 246,
εκδ. «Ἀκρίτας»).
Φτάνει πιὰ μὲ τὶς τσιρίδες τῶν δειλῶν
Γραικύλων. Ἃς ἀκούσουμε τί μᾶς λένε οἱ ἅγιοι καὶ οἱ δάσκαλοι τοῦ Γένους.
Τὸ ἡμέτερο πνευματικὸ κηφηναριό, προδίδει καθημερινῶς τὴν πατρίδα. Οἱ
κομματικὲς μετριότητες δὲν μποροῦν νὰ βαστάξουν τὸ βάρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Εἶναι νάνοι μὲ πήλινα πόδια. Καὶ οἱ δύο ζοφερὲς συννεφίες, Δύσης καὶ
Ἀνατολῆς, γνωρίζουν ὅτι ἀπευθύνονται σὲ τετρομαγμένες ἀσημαντότητες. Γι’
αὐτὸ μᾶς
ποδοπατοῦν. «Ἡ πολυτέλεια καὶ ἡ διαφθορά τους... παύουν τὸ αἴσθημα τοῦ
πατριωτισμοῦ καὶ τὸν ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ συμφέροντος ζῆλον καὶ φέρουν
ἀναποφεύκτως ...τὴν ἰδιοτέλειαν καὶ (καθιστοῦν τοὺς πολιτικοὺς)
ἐπιρρεπεῖς εἰς τὰς κοινᾶς προδοσίας». (Κ. Φλαμιάτος). («Ἡ προδομένη
παράδοση», σέλ. 15, ἔκδ. «Τῆνος»).
Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς, ὁ λαός, σαπίσαμε πάνω στὸ κλαδὶ ποὺ καθόμαστε καὶ τὸ ροκανίζουμε. Ὅταν πέσει θὰ γκρεμιστοῦμε ὅλοι μας.
Θὰ τελειώσω μὲ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ μία ἐπιστολὴ τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «Φίλος τοῦ Νόμου»
στὶς 20 Ἀπριλίου 1844, πρὶν ἀπὸ 172 χρόνια ἀκριβῶς. (Δὲν εἶναι στὴν
γλώσσα του, ἀλλὰ τὴν ὑπαγόρευσε σὲ καλαμαρά, γραμματικό). Τὸ παραθέτω:
«Ὅταν τὰ ἔθνη δοξάζωσι τὸν Θεόν,
σέβωνται τὴν θρησκείαν των καὶ ἀγαπῶσι τὴν πατρίδα των, τότε καὶ ὁ Θεὸς
λαμπρύνει αὐτὰ καὶ τὰ ἀποκαθιστᾶ εὐτυχῆ. Ὅταν ἐξεναντίας λησμονῶσι τὸν
Θεόν, λησμονεῖ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὰ καὶ τὰ καταβασανίζει. Παρόμοιον συνέβη
καὶ εἰς ἠμᾶς, οἵτινες ἐστενάζαμεν τόσους αἰώνας ὑπὸ τὴν τυραννίαν τῶν
Τούρκων. Μολοντούτο ὅταν ἠμεῖς ἐπεκαλέσθημεν ἀπὸ καρδίας τὴν θείαν
ἀντίληψιν, ἀνυψώσαμεν τὴν σημαίαν τοῦ σταυροῦ, καὶ συνωμολογήσαμεν τὸ
κοινὸν σύνθημα, ἢ ἐλευθερία ἢ θάνατος, καὶ ἐζητήσαμεν τὴν συνδρομὴν τῶν
δυνατῶν καὶ φιλανθρώπων εὐεργετῶν μας, ἀπεκατέστημεν ἐλεύθεροι, ἔχοντες
πατρίδα καὶ βασιλέα ἀνεξάρτητον. Ἀλλ’ ἐντοσούτω δὲν ἀπέρασεν ὀλίγος
καιρός, πάλιν ἐλησμονήσαμεν τὸν σωτήρα καὶ λυτρωτὴν μᾶς Θεόν, τοὺς
ἀγώνας καὶ θυσίας μας, τὰ αἵματα τῶν συναδέλφων μας, οἱ ὁποῖοι ἀπέθανον
ἐνδόξως διὰ τὴν ἐλευθερίαν μας, καὶ πρώτον ἀπ’ ὅλα καταφρονοῦμεν τὴν
θρησκείαν μας, διαλύομεν τοὺς ἱεροὺς ναούς μας καὶ μὲ μεγάλην προθυμίαν
ἐγκολπώθημεν τὸν λεγόμενον ἐξευγενισμὸν τῆς πλουσίας καὶ φωτισμένης
Εὐρώπης, ἐκ τούτου ἡ σπατάλη τόσων ἑκατομμυρίων δραχμῶν, τὰ ὁποῖα ἤσαν
προωρισμένα διὰ τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς μας ἡ ὁποία ἐχερσώθη, διὰ τὸ
νενεκρωμένον ἐμπόριόν μας, διὰ τὴν βιομηχανίαν μας καὶ διὰ τὸν φωτισμὸν
τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας. Καὶ τέλος πάντων εἰσεχώρησαν εἰς ἠμᾶς τοὺς
πτωχοὺς καὶ ἀπόρους αὕτη ἡ ὀλεθρία πολυτέλεια, ἥτις κατέφαγε καὶ τὰ
μικρὰ ἐκεῖνα λείψανα, τὰ ὁποῖα ἡ ἐπανάστασις μᾶς ἄφησε, κατηντήσαμεν νὰ
γίνωμεν χαμερπεῖς, κόλακες καὶ ἐν γένει ποταποὶ πολίται, νὰ διαβάλλωμεν
τὸν συνάδελφόν μας, νὰ τὸν συκοφαντῶμεν, συσταίνοντες μὲ τὸν ἄτιμον
τοῦτον τρόπον τὸν ἐαυτόν μας καὶ τοὺς συντρόφους μας. Λαμβάνομεν καὶ
καμμίαν δημοσίαν θέσιν, προσπαθοῦμεν ὄχι πῶς νὰ ἐνεργήσωμεν εἰς τὴν
εὐτυχίαν της, μὲ τὰ αἵματά μας ζυμωμένης, πατρίδος μας, ἀλλὰ πῶς νὰ
ὠφεληθῶμεν ἀπὸ τὴν περίστασιν αὐτήν, πῶς νὰ ὠφελήσωμεν ἐκείνους, οἱ
ὁποῖοι μᾶς κολακεύουν...». (Κ. Σαρδελή, «Ἡ προδομένη παράδοση», σέλ.
219, ἔκδ. «Τῆνος»).
Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος